ἔκτακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektaktos
|Transliteration C=ektaktos
|Beta Code=e)/ktaktos
|Beta Code=e)/ktaktos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[detailed]] for special duties, of soldiers, Ascl.<span class="title">Tact.</span>6.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.4</span>, <span class="bibl">16.2</span>,<span class="bibl">4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[special]], [[reserved]], POxy.646 (ii A.D.) ; <b class="b3">δι’ ἐκτάκτου</b> on [[a separate sheet]], PStrassb.34.15.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[detailed]] for special duties, of soldiers, Ascl.<span class="title">Tact.</span>6.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.4</span>, <span class="bibl">16.2</span>,<span class="bibl">4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[special]], [[reserved]], POxy.646 (ii A.D.); <b class="b3">δι’ ἐκτάκτου</b> on [[a separate sheet]], PStrassb.34.15.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:10, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτακτος Medium diacritics: ἔκτακτος Low diacritics: έκτακτος Capitals: ΕΚΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: éktaktos Transliteration B: ektaktos Transliteration C: ektaktos Beta Code: e)/ktaktos

English (LSJ)

ον, A detailed for special duties, of soldiers, Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2,4. II special, reserved, POxy.646 (ii A.D.); δι’ ἐκτάκτου on a separate sheet, PStrassb.34.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτακτος: -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ τάξις εἶχεν, ὡς καὶ τοὔνομα δηλοῖ, διότι τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ πέντε» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. separado, milit. que está fuera de la formación ref. a portaestandartes, trompetas, etc., Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2, 4
en locuciones prep. sign. por separado, en documento aparte o adjunto δι' ἐκτάκτου PStras.34.16 (II d.C.), ἐξ ἐκτάκτου PWisc.16.11 (II d.C.), ἐν ἐκτάκτῳ PBeatty Panop.1.361, BGU 2764.4 (ambos III d.C.)
neutr. subst. τὸ ἔ. legado aparte destinado a uno de los herederos POxy.705.71 (III d.C.).
2 subst. τὰ ἔκτακτα pagos extra, gratificaciones gener. en especie, sumadas al pago principal de la renta en dinero τὸν δὲ τῶν φ[οι] νίκων ... φόρον καὶ τὰ ἔκτακτα POxy.3354.44 (III d.C.), cf. 1631.22 (III d.C.), ἔκτακτα τῆς τρύγης POxy.3406.5 (IV d.C.), ἔκτακτα σπονδῆς POxy.3589.9 (II d.C.), tb. sumada al sueldo POxy.4597.17 (III d.C.).
II adv. -ως
1 por separado, en listas separadas ἐ. τοὺς ἀπαιτητὰς ἑλέσθαι καὶ τοὺς διαδότας PBeatty Panop.1.264 (III d.C.).
2 por separado, individualmente τοὺς ἀπαιτητὰς παντοίων εἰδῶν ... ὑφ' ἓν ὀνομάσαι καὶ μὴ ἐ. PBeatty Panop.1.233 (III d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκτακτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικόςέκτακτος υπάλληλος, καθηγητής»)
2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι»)
3. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, ασυνήθιστος, σπάνιος («έκτακτο στρατοδικείο», «έκτακτο παράρτημα»)
4. εξαιρετικός, έξοχος, άριστοςέκτακτος άνθρωπος», «κόρη εκτάκτου κάλλους»)
αρχ.
στρατ. ο απεσπασμένος σε ειδική υπηρεσία (επίρρ. εκτάκτως, έκτακτα).