ἔνθαπερ: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔνθαπερ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (επιτ. του [[ένθα]]) [[εκεί]], όπου ακριβώς («[[κέεται]] δέ ὁ [[θρόνος]] οὑτος [[ἔνθαπερ]] oἱ | |mltxt=[[ἔνθαπερ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (επιτ. του [[ένθα]]) [[εκεί]], όπου ακριβώς («[[κέεται]] δέ ὁ [[θρόνος]] οὑτος [[ἔνθαπερ]] oἱ τοῦ Γύγεω κρητῆρες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προς]] εκείνο το [[μέρος]] όπου («χώρει δ' [[ἔνθαπερ]] κατέκτανες [[πατέρα]] τὸν ἐμόν», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
English (LSJ)
Adv. A there where, where, stronger form of ἔνθα, Il.13.524, Hdt.1.14, Th.6.32, X.Lac.5.7,al.; to the place where, S.El.1495, Ph. 515 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 841] da wo, Soph. El. 1487; wohin, Phil. 511; Her. 1, 14 u. A., bes. Dichter.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθαπερ: Ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἔνθα Ἰλ. Ν. 524, Ἡρόδ. 1. 14, Τραγ. κλ., ἐκεῖ ὅπου, ἔνθα περ ἐπιμέμονεν (ἐξυπακ. πορεύεσθαι) Σοφ. Φιλ. 515.
French (Bailly abrégé)
adv. relat.
là précisément où, où.
Étymologie: ἔνθα, -περ.
Spanish (DGE)
(ἔνθᾰπερ)
• Morfología: frec. divissim en edd., v. ἔνθα
adv. relat.
1 allí mismo donde, donde c. verb. de reposo οὐκ ἔ. ἐδείπνουν καταμενοῦσι X.Lac.5.7, cf. An.4.8.25, D.L.4.8, τῇ τε ῥωγμῇ καὶ φλάσιν προσγενέσθαι ἀναγκαῖον ... ἔ. καὶ ἕδρη ἐγένετο καὶ ἡ ῥωγμή a la fractura se añade necesariamente también contusión ... precisamente allí donde se hicieron la hedra y la fractura Hp.VC 7, οἱ μὲν ἐς τὴν Κέρκυραν, ἔ. καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα τῶν ξυμμάχων ξυνελέγετο Th.6.32, c. or. nom. pura τί σὺ δεῦρο, ἔ. ἡμεῖς οἱ ἐλεύθεροι; D.L.9.114.
2 hacia el sitio donde, adonde χώρει δ' ἔ. κατέκτανες πατέρα S.El.1495, cf. Ph.515, ἔ. εἰώθατε ἱππεύειν X.Mem.3.3.6.
Greek Monolingual
ἔνθαπερ (Α)
επίρρ.
1. (επιτ. του ένθα) εκεί, όπου ακριβώς («κέεται δέ ὁ θρόνος οὑτος ἔνθαπερ oἱ τοῦ Γύγεω κρητῆρες», Ηρόδ.)
2. προς εκείνο το μέρος όπου («χώρει δ' ἔνθαπερ κατέκτανες πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἔνθαπερ: επίρρ., εκεί όπου, όπου, επιτετ. αντί ἔνθα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· εκεί όπου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνθαπερ: тж. ἔνθα περ adv. relat.
1) где: ἔ. ἄλλοι ἦσαν Hom. где находились (и) другие; ἔ. περ οἱ κρητῆρες Her. (там), где чаши;
2) куда: ἔ. ἐπιμέμονεν πορεύσαιμ᾽ ἄν Soph. я готов отвезти (его), куда он желает.
Middle Liddell
there where, where, stronger form of ἔνθα, Il., etc.: whither, Soph.