καθαρτήριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathartirios
|Transliteration C=kathartirios
|Beta Code=kaqarth/rios
|Beta Code=kaqarth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[purificatory]], θυσίαι <span class="bibl">D.H.9.40</span>; <b class="b3">τὰ κ</b>. <span class="bibl">Poll.1.32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">-τήριον</b> (sc. [[φάρμακον]]), τό, [[drug which effects]] [[κάθαρσις]], [[λοχείων]], [[ἐπιμηνίων]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>; [[purgative]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.4</span>, Gal.11.354; <b class="b3">κ. κατωτερικόν</b> Aet.16.52.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[purificatory]], θυσίαι <span class="bibl">D.H.9.40</span>; τὰ καθαρτήρια <span class="bibl">Poll.1.32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[καθαρτήριον]] (sc. [[φάρμακον]]), τό, [[drug]] which [[effect]]s [[κάθαρσις]], [[λοχείων]], [[ἐπιμηνίων]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>; [[purgative]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.4</span>, Gal.11.354; καθαρτήριον κατωτερικόν Aet.16.52.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθαρτήριος -ον [καθαρτής] reinigings-; Hp.; subst. τὸ καθαρτήριον purgeermiddel. Hp.
|elnltext=καθαρτήριος -ον [καθαρτής] reinigings-; Hp.; subst. τὸ καθαρτήριον purgeermiddel. Hp.
}}
}}

Revision as of 08:18, 18 October 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτήριος Medium diacritics: καθαρτήριος Low diacritics: καθαρτήριος Capitals: ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kathartḗrios Transliteration B: kathartērios Transliteration C: kathartirios Beta Code: kaqarth/rios

English (LSJ)

ον, A purificatory, θυσίαι D.H.9.40; τὰ καθαρτήρια Poll.1.32. II καθαρτήριον (sc. φάρμακον), τό, drug which effects κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων, Hp.Mul.1.78; purgative, Aret.CA1.4, Gal.11.354; καθαρτήριον κατωτερικόν Aet.16.52.

German (Pape)

[Seite 1282] ον, reinigend, sühnend; θυσίαι, Reinigungsopfer, D. Hal. 9, 40, die auch τὰ καθαρτήρια heißen, Poll. 1, 32.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτήριος: -ον, ἀνήκων εἰς καθαρμόν, θυσίαι Διον. Ἀλ. 9. 40· τὰ καθαρτήρια Πολυδ. Α΄, 32.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM καθαρτήριος, -ον) καθαρτήρ
αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν)
ο τόπος όπου εξαγνίζονται κατά τη μεταθανάτια ζωή με το καθαρτήριο πυρ, πριν εισέλθουν στον παράδεισο, οι ψυχές όσων αμαρτωλών μετανόησαν
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καθαρτήρια
οι εξαγνιστικὲς θυσίες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρτήριος -ον [καθαρτής] reinigings-; Hp.; subst. τὸ καθαρτήριον purgeermiddel. Hp.