σπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπειράομαι''': ([[σπεῖρα]]) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», [[πέντε]] ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· [[πέριξ]] ... σπειρηθεὶς ([[δράκων]]) Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ [[ἀγγεῖον]] Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς [[δράκων]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· [[μετὰ]] δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., [[λόγος]] Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.
|lstext='''σπειράομαι''': ([[σπεῖρα]]) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», [[πέντε]] ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· [[πέριξ]] ... σπειρηθεὶς ([[δράκων]]) Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ [[ἀγγεῖον]] Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς [[δράκων]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., [[λόγος]] Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειράομαι Medium diacritics: σπειράομαι Low diacritics: σπειράομαι Capitals: ΣΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: speiráomai Transliteration B: speiraomai Transliteration C: speiraomai Beta Code: speira/omai

English (LSJ)

(σπεῖρα) Pass., A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους. 2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.

Greek (Liddell-Scott)

σπειράομαι: (σπεῖρα) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· πέριξ ... σπειρηθεὶς (δράκων) Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς δράκων Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., λόγος Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσπειρήθην;
se rouler en spirales.
Étymologie: σπεῖρα.

Greek Monotonic

σπειράομαι: (σπεῖρα), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπειράομαι [σπεῖρα] perf. ptc. ἐσπειραμένος zich kronkelen.

Middle Liddell

σπειράομαι, σπεῖρα
Pass. to be coiled or folded round.