ἀμφίφαλος: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfifalos | |Transliteration C=amfifalos | ||
|Beta Code=a)mfi/falos | |Beta Code=a)mfi/falos | ||
|Definition=[[κυνέη]] helmet | |Definition=[[κυνέη]] [[helmet]] with [[double]] [[crest]] ([[φάλος]]), <span class="bibl">Il.5.743</span>, <span class="bibl">11.41</span>, <span class="bibl">Q.S. 3.334</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 10 August 2022
English (LSJ)
κυνέη helmet with double crest (φάλος), Il.5.743, 11.41, Q.S. 3.334.
German (Pape)
[Seite 145] Hom. zweimal, κρατὶ δ' ἐπ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον Iliad. 5, 743. 11, 41, entw. ein Helm, der ringsum mit Buckeln (metallenen Knöpfen, die zur Zierde u. zum Schutz dienen) versehen ist, od. nach Buttm. Lex. II, 242 ein Helm, dessen Bügel vom Busch aus nach der Stirn u. nach dem Hinterkopfe geht; vgl. τετραφάληρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίφαλος: ἀμφίφαλον κυνέην «φαλοὺς περὶ αὐτὴν ἔχουσαν· φαλοὶ δέ εἰσιν οἱ κατὰ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι» (σχόλ.), Ἰλ. Ε. 743, Λ. 41· ἴδε ἐν λ. φαλὸς (φάλος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux cimiers.
Étymologie: ἀμφί, φάλος.
English (Autenrieth)
(φάλος): double-ridged, double-crested, of a helmet with divided crest. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀμφίφᾰλος) -ον
de doble penacho κυνέη Il.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. EM 1226.
Greek Monolingual
ἀμφίφαλος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + φάλος].
Greek Monotonic
ἀμφίφᾰλος: -ον, με διπλή περικεφαλαία (βλ. φάλος), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίφᾰλος: имеющий два гребня или две шишки (κυνέη Hom.).