δημήλατος: Difference between revisions
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δημήλᾰτος:''' изгнанный по народному решению: φυγὴ δ. Aesch. = [[δημηλασία]]. | |elrutext='''δημήλᾰτος:''' [[изгнанный по народному решению]]: φυγὴ δ. Aesch. = [[δημηλασία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δημήλατος -ον [δῆμος, ἐλαύνω] verbannings-. | |elnltext=δημήλατος -ον [δῆμος, ἐλαύνω] verbannings-. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 20 August 2022
English (LSJ)
φυγή, = δημηλασία (banishment decreed by the people, exile, exile inflicted by the people, exile by assembly decree), A. Supp. 614.
German (Pape)
[Seite 562] verbannt, Aesch. Suppl. 609.
Greek (Liddell-Scott)
δημήλατος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐξορισθείς, φυγή· δημήλατος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 614.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
banni par le peuple : δημήλατος φυγή ESCHL exil voté par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
(δημήλᾰτος) -ον
desterrado por el pueblo en la expr. φυγὴ δ. equiv. a δημηλασία destierro decretado por el pueblo A.Supp.614.
Greek Monolingual
δημήλατος, -ον (Α)
φρ. «δημήλατος φυγή» — η δημηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω), με έκταση της πρώτης συλλαβής].
Russian (Dvoretsky)
δημήλᾰτος: изгнанный по народному решению: φυγὴ δ. Aesch. = δημηλασία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημήλατος -ον [δῆμος, ἐλαύνω] verbannings-.