κακορρήμων: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, | |mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, [[πρβλ]]. [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>αισχρο</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:14, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ῥῆμα) A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.). 2 a poor speaker, D.C.77.11. II τὸ κακορρῆμον, = κακορρημοσύνη (evil-speaking, slander), Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. κακορρημόνως Poll.8.81.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.
Greek Monolingual
κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρο-ρρήμων, ευθυ-ρρήμων].
Greek Monotonic
κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκορρήμων: 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακορρήμων -ον, gen. -ονος [κακός, ῥῆμα] onheil aankondigend.