ἀλσοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)lsoko/mos
|Beta Code=a)lsoko/mos
|Definition=ὁ, Poll. 7.140, v. [[ἀλσοκομέω]].
|Definition=ὁ, Poll. 7.140, v. [[ἀλσοκομέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[plantador de árboles]] οὔτε γὰρ ἀλσοκόμοι τινὲς τούτων γεγένηντο φυτουργοί Thdt.M.80.1700D, γηπόνους καὶ ἀλσοπόνους Thdt.<i>Affect</i>.8.3, cf. Poll.7.140.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλσοκόμος''': ὁ, ὁ ἐπιμελούμενος [[ἄλσος]], περιποιούμενος αὐτό, Θεοδώρ. Ἑλλ. Θερ. Παθημ. 8, σ. 111· ἀλσοκομέω· - ἀλσοκομική, ἡ, (ἐνν. [[τέχνη]]): ἀλσοκομικός, ή, όν· ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 7. 140, 141.
|lstext='''ἀλσοκόμος''': ὁ, ὁ ἐπιμελούμενος [[ἄλσος]], περιποιούμενος αὐτό, Θεοδώρ. Ἑλλ. Θερ. Παθημ. 8, σ. 111· ἀλσοκομέω· - ἀλσοκομική, ἡ, (ἐνν. [[τέχνη]]): ἀλσοκομικός, ή, όν· ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 7. 140, 141.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[plantador de árboles]] οὔτε γὰρ ἀλσοκόμοι τινὲς τούτων γεγένηντο φυτουργοί Thdt.M.80.1700D, γηπόνους καὶ ἀλσοπόνους Thdt.<i>Affect</i>.8.3, cf. Poll.7.140.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀλσοκόμος]])<br />αυτός που περιποιείται και συντηρεί [[άλσος]], ο [[φύλακας]] άλσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλσοκομία]], [[αλσοκομικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀλσοκομῶ</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἀλσοκόμος]])<br />αυτός που περιποιείται και συντηρεί [[άλσος]], ο [[φύλακας]] άλσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλσοκομία]], [[αλσοκομικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀλσοκομῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλσοκόμος Medium diacritics: ἀλσοκόμος Low diacritics: αλσοκόμος Capitals: ΑΛΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: alsokómos Transliteration B: alsokomos Transliteration C: alsokomos Beta Code: a)lsoko/mos

English (LSJ)

ὁ, Poll. 7.140, v. ἀλσοκομέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ plantador de árboles οὔτε γὰρ ἀλσοκόμοι τινὲς τούτων γεγένηντο φυτουργοί Thdt.M.80.1700D, γηπόνους καὶ ἀλσοπόνους Thdt.Affect.8.3, cf. Poll.7.140.

German (Pape)

[Seite 110] den Hain wartend, pflegend, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλσοκόμος: ὁ, ὁ ἐπιμελούμενος ἄλσος, περιποιούμενος αὐτό, Θεοδώρ. Ἑλλ. Θερ. Παθημ. 8, σ. 111· ἀλσοκομέω· - ἀλσοκομική, ἡ, (ἐνν. τέχνη): ἀλσοκομικός, ή, όν· ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 7. 140, 141.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλσοκόμος)
αυτός που περιποιείται και συντηρεί άλσος, ο φύλακας άλσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλσος + -κόμος < κομῶ.
ΠΑΡ. αλσοκομία, αλσοκομικός
αρχ.
ἀλσοκομῶ].