εὔειρος: Difference between revisions
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔειρος:''' покрытый красивой шерстью, прекраснорунный (οἶες Anth.). | |elrutext='''εὔειρος:''' [[покрытый красивой шерстью]], [[прекраснорунный]] (οἶες Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εἶρος]], [[ἔριον]]<br />with or of [[good]] [[wool]], [[fleecy]], Anth.:—[[attic]] [[εὔερος]], Soph. | |mdlsjtxt=[[εἶρος]], [[ἔριον]]<br />with or of [[good]] [[wool]], [[fleecy]], Anth.:—[[attic]] [[εὔερος]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, (εἶρος, ἔριον) A with or of good wool, fleecy, Hp.Mul.2.187 (Sup.), AP7.657 (Leon.):—Att. εὔερος (cf. Phryn. 122) S.Tr.675 (Lob. for εὐείρῳ); εὔερόν τ' ἄγραν (Schneidew. for εὔκερών τ') Id.Aj. 297; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ar.Av.121; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175: heterocl. acc. pl. εὔειρας v.l. for ἐτῆρας, S.Fr.751.
German (Pape)
[Seite 1064] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. εὔερος,
Greek (Liddell-Scott)
εὔειρος: -ον, (εἶρος, ἔριον) ἔχων ἔριον καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. εὔερος Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «οἷον μαλακὴν ὥσπερ σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. ἐτήρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une belle laine, d’une laine abondante.
Étymologie: εὖ, εἶρος.
Greek Monolingual
εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»].
Greek Monotonic
εὔειρος: -ον (εἶρος, ἔριον), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας μαλλί, μαλακός, σε Ανθ.· σε Αττ., εὔερος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔειρος: покрытый красивой шерстью, прекраснорунный (οἶες Anth.).
Middle Liddell
εἶρος, ἔριον
with or of good wool, fleecy, Anth.:—attic εὔερος, Soph.