σιβύνη: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sivyni | |Transliteration C=sivyni | ||
|Beta Code=sibu/nh | |Beta Code=sibu/nh | ||
|Definition=[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, <span class="bibl">Alex.131</span> (fem.), <span class="title">AP</span>7.421 (Mel.), <span class="bibl">6.93</span> (Antip., masc.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hunting spear]], and generally, [[spear]], [[pike]], <span class="bibl">D.S.18.27</span>, <span class="bibl">20.33</span>:—also written ζιβύνη (q.v.), συβίνη, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>362.34</span> (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post [[συβήνη]]) <b class="b3">· καπροβόλον, ἐμβόλιον</b>, Hsch., but <b class="b3">σιγύνης [ῡ</b>] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.<span class="bibl">p.453</span> L., citing Ennius.)</span> | |Definition=[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, <span class="bibl">Alex.131</span> (fem.), <span class="title">AP</span>7.421 (Mel.), <span class="bibl">6.93</span> (Antip., masc.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hunting spear]], and generally, [[spear]], [[pike]], <span class="bibl">D.S.18.27</span>, <span class="bibl">20.33</span>:—also written ζιβύνη ([[quod vide|q.v.]]), συβίνη, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>362.34</span> (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post [[συβήνη]]) <b class="b3">· καπροβόλον, ἐμβόλιον</b>, Hsch., but <b class="b3">σιγύνης [ῡ</b>] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.<span class="bibl">p.453</span> L., citing Ennius.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:23, 5 February 2021
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, Alex.131 (fem.), AP7.421 (Mel.), 6.93 (Antip., masc.):—A hunting spear, and generally, spear, pike, D.S.18.27, 20.33:—also written ζιβύνη (q.v.), συβίνη, PCair.Zen.362.34 (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post συβήνη) · καπροβόλον, ἐμβόλιον, Hsch., but σιγύνης [ῡ] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.p.453 L., citing Ennius.)
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
σῐβύνη: ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, αὐτόθι 6. 93· ― θηρευτικὴ λόγχη, καὶ καθόλου, λόγχη, δόρυ, Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. ζιβύνη, σιγύνης, συβήνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σιγύνης.
Étymologie: DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d’autres noms d’instruments.
Greek Monolingual
και συβίνη και συβήνη, ἡ, και σιβύνης, ὁ, Α
1. θηρευτική λόγχη
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ύνη τών λ. που φανερώνουν όργανο (πρβλ. κορ-ύνη, τορ-ύνη). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. sibyna / sybina, που θεωρήθηκε ιλλυρικό δάνειο. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. σιβύνη είναι κυπριακός τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική ρίζα και συνδέεται με τα: περσ. zōpīn (πρβλ. ζιβύνη), αρμεν. sәvīn, συρ. swbyn με σημ. «λόγχη»].
Greek Monotonic
σῐβύνη: ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό δόρυ, δόρυ, αιχμή του δόρατος, σε Ανθ.· υποκορ. σιβύνιον, τό, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
σῐβύνη: (ῡ) ἡ охотничье копье, рогатина Diod., Anth.
Middle Liddell
σῐβύνη, ἡ,
a hunting spear, a spear, pike, Anth.
Frisk Etymology German
σιβύνη: {sibŭ́nē}
Forms: -ης m. (Alex., D.S., AP), mit Metathese συβίνη (Pap. IIIa), auch ζιβύνη (LXX, Ph. Bel.)
Grammar: f.,
Meaning: Jagdspieß, Wurfspieß.
Derivative: Demin. σιβύνιον n. (Plb., ζι- H.).
Etymology : Bildung wie κορύνη, τορύνη u. andere Gerätenamen; mask. -ύνης wie ἀκινάκης. Nach Fest. 453 illyrisch. Urspr. thrak.-phryg.?; vgl. pers. zōpīn, arm. səvīn, syr. swbyn Spieß. Lat. LW sibyna (sub-, syb-; seit Enn.); W.-Hofmann s.v. m. Lit. —Vgl. σιγύν(ν)ης.
Page 2,700