νεοσίγαλος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=νεοσίγᾰλος
|Full diacritics=νεοσῑ́γᾰλος
|Medium diacritics=νεοσίγαλος
|Medium diacritics=νεοσίγαλος
|Low diacritics=νεοσίγαλος
|Low diacritics=νεοσίγαλος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neosigalos
|Transliteration C=neosigalos
|Beta Code=neosi/galos
|Beta Code=neosi/galos
|Definition=[ῑ], ον, (σιγαλόεις) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">new and sparkling, with all the gloss on</b>, metaph., τρόπος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.4</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ον, ([[σιγαλόεις]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[new]] and [[sparkling]], with all the [[gloss]] on, metaph., τρόπος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:41, 9 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσῑ́γᾰλος Medium diacritics: νεοσίγαλος Low diacritics: νεοσίγαλος Capitals: ΝΕΟΣΙΓΑΛΟΣ
Transliteration A: neosígalos Transliteration B: neosigalos Transliteration C: neosigalos Beta Code: neosi/galos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (σιγαλόεις) A new and sparkling, with all the gloss on, metaph., τρόπος Pi.O.3.4.

German (Pape)

[Seite 244] frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον, (σιγαλόεις) νέος καὶ ἀποστίλβων, στιλπνός, Πινδ. Ο. 3. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui brille d’un éclat récent.
Étymologie: νέος, σιγαλόεις.

English (Slater)

νεοςῑγᾰλος
   1 shining new (cf. Leumann, Hom. Wörter, 214̆{8}) μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4)

Greek Monolingual

νεοσίγαλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις.

Greek Monotonic

νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσίγᾰλος: (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий (τρόπος Pind.).

Middle Liddell

νεο-σῑ́γᾰλος, ον σιγαλόεις
new and sparkling, with all the gloss on, Pind.