προσκαταλαμβάνω: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[δένω]] [[κάτι]] [[πάνω]] ή [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς δὲ | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[δένω]] [[κάτι]] [[πάνω]] ή [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ [[σῶμα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκαταλαμβάνομαι</i><br />(για συστατικό) περιέχομαι («ἔναιμα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται», Ιπποκρ.) | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63. | |elnltext=προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 8 May 2022
English (LSJ)
A fasten down to a thing, τὰς χεῖρας πρὸς τὸ σῶμα Hp.Art.43:—Pass., [ἔναιμα] ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται are treated with resin, have resin for one ingredient, ib.63.
German (Pape)
[Seite 768] (s. λαμβάνω), noch dazu einnehmen, D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταλαμβάνω: δένω, στερεώνω ἐπί τινος ἢ πρός τι πρᾶγμα, τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταβαλεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ― Παθ., ἔναιμα ῥυτίνῃ προσκαταλαμβανόμενα, ἔχοντα ῥητίνην ὡς μίαν τῶν ὑλῶν τῶν ἀποτελουσῶν αὐτά, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 829. 2) καταλαμβάνω προσέτι, Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 92. 1. Sturz.
Greek Monolingual
Α
1. καταλαμβάνω επί πλέον
2. στερεώνω, δένω κάτι πάνω ή κοντά σε κάτι άλλο («τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
3. παθ. προσκαταλαμβάνομαι
(για συστατικό) περιέχομαι («ἔναιμα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται», Ιπποκρ.)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63.