προσποίηση: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[προσποίησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[προσποιοῦμαι]]<br />[[ψεύτικος]] και [[υποκριτικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[επιτήδευση]], [[υποκρισία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα ομαδικά αθλήματα) [[εξαπάτηση]] αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη [[κίνηση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]] για τον εαυτό του, η [[πρόσκτηση]]<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>3.</b> ανάρμοστη [[οικειοποίηση]] πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, [[σφετερισμός]] («ἡ δὲ [[προσποίησις]] ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῑζον, [[ἀλαζονεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η / [[προσποίησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[προσποιοῦμαι]]<br />[[ψεύτικος]] και [[υποκριτικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[επιτήδευση]], [[υποκρισία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα ομαδικά αθλήματα) [[εξαπάτηση]] αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη [[κίνηση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]] για τον εαυτό του, η [[πρόσκτηση]]<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>3.</b> ανάρμοστη [[οικειοποίηση]] πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, [[σφετερισμός]] («ἡ δὲ [[προσποίησις]] ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον, [[ἀλαζονεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

η / προσποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσποιοῦμαι
ψεύτικος και υποκριτικός τρόπος συμπεριφοράς, επιτήδευση, υποκρισία
νεοελλ.
(στα ομαδικά αθλήματα) εξαπάτηση αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη κίνηση του σώματος
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς κάτι για τον εαυτό του, η πρόσκτηση
2. απαίτηση, αξίωση
3. ανάρμοστη οικειοποίηση πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, σφετερισμός («ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον, ἀλαζονεία», Αριστοτ.).