φλογόομαι: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φλογόομαι]], [[φλόξ]], Pass. to [[blaze]], Theophr.
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλογόομαι:''' ([[φλόξ]]), Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''φλογόομαι:''' ([[φλόξ]]), Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φλογόομαι]], [[φλόξ]]<br />Pass. to [[blaze]], Theophr.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[φλογῶ]], [[φλογόω]], ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br />[[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πυρακτώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αναδίδω]] φλόγες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παθαίνω]] [[έξαψη]], [[ανάβω]] (α. «φλόγωσε το [[πρόσωπο]] του από την [[οργή]]» β. «όταν τον πιάνει [[αλλεργία]], φλογώνει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[φλογοῦμαι]], [[φλογόομαι]]<br />καίγομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> μέ καίει έντονο ερωτικό [[πάθος]].
|mltxt=[[φλογῶ]], [[φλογόω]], ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br />[[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πυρακτώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αναδίδω]] φλόγες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παθαίνω]] [[έξαψη]], [[ανάβω]] (α. «φλόγωσε το [[πρόσωπο]] του από την [[οργή]]» β. «όταν τον πιάνει [[αλλεργία]], φλογώνει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[φλογοῦμαι]], [[φλογόομαι]]<br />καίγομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> μέ καίει έντονο ερωτικό [[πάθος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 1 February 2024

Middle Liddell

φλογόομαι, φλόξ, Pass. to blaze, Theophr.

Greek Monotonic

φλογόομαι: (φλόξ), Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Θεόκρ.

Greek Monolingual

φλογῶ, φλογόω, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
βάζω φωτιά, καίω
νεοελλ.
1. πυρακτώνω
2. (αμτβ.) αναδίδω φλόγες
3. μτφ. παθαίνω έξαψη, ανάβω (α. «φλόγωσε το πρόσωπο του από την οργή» β. «όταν τον πιάνει αλλεργία, φλογώνει»)
μσν.-αρχ.
παθ. φλογοῦμαι, φλογόομαι
καίγομαι
αρχ.
παθ. μτφ. μέ καίει έντονο ερωτικό πάθος.