υβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑβρίζω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ὑβρίσδω]] Α<br />[[εκφέρω]] ύβρεις, [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] ή την [[αξιοπρέπεια]] κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκστομίζω]] [[λόγια]] ή [[προβαίνω]] σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε [[κάτι]] («υβρίζουν τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[αυθάδεια]], [[συμπεριφέρομαι]] υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην [[ακολασία]] (α. «ὁππότ' ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ [[ἀτάσθαλος]]... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», <b>Θέογν.</b><br />β. «ὑμῖν ὑβρισθείς<br />θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῑσθέ νιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος στο αττ. δίκ.) [[κακοποιώ]] ή [[βιάζω]] («γυναῑκες και παῑδες ὑβρίζονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[εκδηλώνω]] τη [[δύναμη]] και την [[ευρωστία]] μου με ζωηρές κινήσεις<br /><b>4.</b> (για ποταμό) [[ξεχειλίζω]] και [[παρασύρω]] με το [[ρεύμα]] μου<br /><b>5.</b> (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με σαρκική [[επαφή]]) [[διαπράττω]] [[ασέλγεια]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑβρίζομαι</i><br />ευνουχίζομαι<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑβρισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />υπερβολικά [[επιδεικτικός]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑβρισμένα</i><br />οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑβρίζω]] ἐπί τινα» — [[αλαζονεύομαι]] για την [[νίκη]] μου [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — [[κακοποιώ]] τα μάγουλα» (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ὑβρίζω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ὑβρίσδω]] Α<br />[[εκφέρω]] ύβρεις, [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] ή την [[αξιοπρέπεια]] κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκστομίζω]] [[λόγια]] ή [[προβαίνω]] σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε [[κάτι]] («υβρίζουν τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[αυθάδεια]], [[συμπεριφέρομαι]] υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην [[ακολασία]] (α. «ὁππότ' ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ [[ἀτάσθαλος]]... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», <b>Θέογν.</b><br />β. «ὑμῖν ὑβρισθείς<br />θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῑσθέ νιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος στο αττ. δίκ.) [[κακοποιώ]] ή [[βιάζω]] («γυναῑκες και παῖδες ὑβρίζονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[εκδηλώνω]] τη [[δύναμη]] και την [[ευρωστία]] μου με ζωηρές κινήσεις<br /><b>4.</b> (για ποταμό) [[ξεχειλίζω]] και [[παρασύρω]] με το [[ρεύμα]] μου<br /><b>5.</b> (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με σαρκική [[επαφή]]) [[διαπράττω]] [[ασέλγεια]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑβρίζομαι</i><br />ευνουχίζομαι<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑβρισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />υπερβολικά [[επιδεικτικός]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑβρισμένα</i><br />οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑβρίζω]] ἐπί τινα» — [[αλαζονεύομαι]] για την [[νίκη]] μου [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — [[κακοποιώ]] τα μάγουλα» (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:27, 16 April 2022

Greek Monolingual

ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α
εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις
νεοελλ.
1. βρίζω
2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία»)
αρχ.
1. φέρομαι με αυθάδεια, συμπεριφέρομαι υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην ακολασία (α. «ὁππότ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», Θέογν.
β. «ὑμῖν ὑβρισθείς
θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῑσθέ νιν», Ευρ.)
2. (ως δικανικός όρος στο αττ. δίκ.) κακοποιώ ή βιάζω («γυναῑκες και παῖδες ὑβρίζονται», Θουκ.)
3. (για ζώα) εκδηλώνω τη δύναμη και την ευρωστία μου με ζωηρές κινήσεις
4. (για ποταμό) ξεχειλίζω και παρασύρω με το ρεύμα μου
5. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα
6. (σχετικά με σαρκική επαφή) διαπράττω ασέλγεια
7. παθ. ὑβρίζομαι
ευνουχίζομαι
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑβρισμένος, -η, -ον
υπερβολικά επιδεικτικός
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑβρισμένα
οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις
10. φρ. α) «ὑβρίζω ἐπί τινα» — αλαζονεύομαι για την νίκη μου εναντίον κάποιου (Ευρ.)
β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — κακοποιώ τα μάγουλα» (Αριστοφ.).