Μούσειος: Difference between revisions
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
m (Text replacement - "of or [[belonging to the " to "of or belonging to the [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Moyseios | |Transliteration C=Moyseios | ||
|Beta Code=*mou/seios | |Beta Code=*mou/seios | ||
|Definition= | |Definition=Μούσειον, Aeol. [[Μοισαῖος]], α, ον, ([[Μοῦσα]])<br><span class="bld">A</span> of or belonging to the [[Muses]], ἕδρα E.''Ba.''410 (lyr.); <b class="b3">Μοισαῖον ἅρμα</b> the car [[of Poesy]], Pi.''I.''8 (7).67; [[λίθος]] M. a monument [[of song]], Id.''N.''8.47.<br><span class="bld">II</span> [[musical]], κέλαδος ''AP''9.372. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
Μούσειον, Aeol. Μοισαῖος, α, ον, (Μοῦσα)
A of or belonging to the Muses, ἕδρα E.Ba.410 (lyr.); Μοισαῖον ἅρμα the car of Poesy, Pi.I.8 (7).67; λίθος M. a monument of song, Id.N.8.47.
II musical, κέλαδος AP9.372.
Greek (Liddell-Scott)
Μούσειος: -ον, Αἰολ. Μοισαῖος, α, ον, (Μοῦσα) ὁ ἀνήκων εἰς τὰς Μούσας, μουσικός, ἕδρα Εὐρ. Βάκχ. 408· ἅρμα Μοισαῖον, τὸ ἅρμα τῆς ποιήσεως, Πινδ. Ι. 8 (7) 133· λίθος Μ., μνημεῖον ἐξ ᾀσμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 80. ΙΙ. μουσικός, κέλαδος Ἀνθ. Π. 9. 372. - Ὁ συνήθης τύπος εἶναι: μουσικός.
Greek Monotonic
Μούσειος: -ον (Μοῦσα), Αιολ. Μοισαῖος, -α, -ον,
I. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις Μούσες, σε Ευρ.· ἅρμα Μοισαῖον, άρμα, η άμαξα της Ποίησης, σε Πίνδ.· λίθος Μούσειος, μνημείο από ή για τα τραγούδια, στον ίδ.
II. μουσικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
Μούσειος, ον Μοῦσα
I. of or belonging to the Muses, Eur.; ἅρμα Μοισαῖον the car of poesy, Pind.; λίθος M. a monument of song, Pind.
II. musical, Anth.