μίγα: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miga | |Transliteration C=miga | ||
|Beta Code=mi/ga | |Beta Code=mi/ga | ||
|Definition=[ῐ], Adv. | |Definition=[ῐ], Adv. [[mixed]], [[blent with]], κωκυτῷ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.113</span>; μ. θηλυτέρῃσιν <span class="bibl">A.R.4.1345</span>; <b class="b3">μ. τῷδε σὺν ἀνδρί</b> [[together]] with... <span class="title">Epigr.Gr.</span>386 (Apamea Cibotus). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:45, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], Adv. mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.
Greek (Liddell-Scott)
μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.
Étymologie: v. μίγνυμι.
English (Slater)
μῐγᾰ
1 mixed with prep. c. dat. “κᾶδος θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)
Greek Monolingual
μίγα (Α)
επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ- του μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -α].
Greek Monotonic
μίγα: [ῐ], επίρρ., σε μείξη με, με δοτ., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μίγα: (ῐ) praep. cum dat. (в смешении) с (μ. κωκυτῷ γυναικῶν Pind.).
Middle Liddell
mixed with, c. dat., Pind.