χρυσόδετος: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσόδετος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> δεμένος με χρυσό<br /><b>2.</b> στολισμένος με χρυσό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά)<br /><b>1.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια<br /><b>2.</b> (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο [[διαμάντι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δετός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δεω</i> «[[δένω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>δετος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσόδετος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> δεμένος με χρυσό<br /><b>2.</b> στολισμένος με χρυσό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά)<br /><b>1.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια<br /><b>2.</b> (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο [[διαμάντι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δετός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δεω</i> «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. <i>χαλκό</i>-<i>δετος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόδετος Medium diacritics: χρυσόδετος Low diacritics: χρυσόδετος Capitals: ΧΡΥΣΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: chrysódetos Transliteration B: chrysodetos Transliteration C: chrysodetos Beta Code: xruso/detos

English (LSJ)

ον, also α, ον Alc.33: (δέω(A)):—A bound with gold, set in gold, σφρηγίς Hdt.3.41. 2 overlaid or enriched with gold, ἐλεφαντίναν λάβαν τῷ ξίφεος χρυσοδέταν Alc. l.c.; χ. κέρας, of a lyre, S.Fr. 244 (lyr.); χ. ἕρκεσι γυναικῶν, of the golden necklace with which Eriphyle was bribed, Id.El.838 (lyr.); περόναι χ. E.Ph.805(lyr.): metaph., χ. σώματος ἀλκήν in golden armour, Id.Rh.382 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1380] mit Gold verbunden, in Gold gefaßt, Her. 3, 41; mit Gold belegt, Soph. El. 837; übh. golden, περόναι, Eur. Phoen. 812; Agath. 27 (VI, 74).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόδετος: -ον, καὶ η, ον, Ἀλκαῖ. 33· (δέω)· - δεδεμένος διὰ χρυσοῦ, ἐντεθειμένος εἰς χρυσόν, σφραγὶς Ἡρόδ. 3. 41· - ἐπίχρυσος, διὰ χρυσοῦ πλουσίως κεκοσμημένος, ἐλεφαντίναν λαβὰν τῶ ξίφεος χρυσοδέταν Ἀλκαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χρ. κέρας, ἐπὶ λύρας, Σοφ. Ἀποσπ. 232· χρυσοδέτοις ἕρκεσι γυναικῶν, περὶ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου, ὃν ἐδέξατο ἡ Ἐριφύλη ἐπὶ τῷ ὀλέθρῳ τοῦ ἑαυτῆς ἀνδρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 837· περόναι χρ. Εὐρ. Φοίν. 805· μεταφορ., χρ. σώματος ἀλκήν, μετὰ χρυσοῦ ὁπλισμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 383.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
attaché ou fixé avec de l’or.
Étymologie: χρυσός, δέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσόδετος, -ον, ΝΜΑ
1. δεμένος με χρυσό
2. στολισμένος με χρυσό
νεοελλ.
(ειδικά)
1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια
2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -δετος (< δετός < δεω «δένω»), πρβλ. χαλκό-δετος].

Greek Monotonic

χρῡσόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με χρυσό, φτιαγμένος με χρυσό, σφρηγίς, σε Ηρόδ.· εμπλουτισμένος με χρυσό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόδετος: оправленный в золото, отделанный золотом (σφρηγίς Her.; κέρας Soph., Plut.; περόναι Eur.): χρυσόδετα ἕρκεα γυναικῶν Soph. золотые силки, т. е. украшения женщин; χ. σώματος ἀλκή Eur. отделанные золотом доспехи.

Middle Liddell

χρῡσό-δετος, ον,
bound with gold, set in gold, σφρηγίς Hdt.:— enriched with gold, Soph., Eur.