ἁλωτός: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁλωτός]], -ή, -όν)<br />[[αλώσιμος]], [[ευάλωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατορθωτός]], [[εφικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἁλω</i>- ( | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁλωτός]], -ή, -όν)<br />[[αλώσιμος]], [[ευάλωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατορθωτός]], [[εφικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἁλω</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἑ</i>-<i>άλω</i>-<i>ν</i> του ρ. [[ἁλίσκομαι]]) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τός</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν,
A liable to capture or conquest, Th.6.77, Philostr.Im.1.4; ἡδονῇ ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381.
2 captured, Philostr.VA 2.10.
II attainable, τὸ ζητούμενον ἁλωτόν = what is sought for may be found S.OT111, Men.132.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. ἐφικτός, κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 facile à prendre ou à conquérir;
2 facile à obtenir.
Étymologie: ἁλίσκομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I capturado ἁ. μὲν Ἀλεξάνδρῳ γένοιτο Philostr.VA 2.10, αἰχμαῖς ἁλωτοί Gr.Naz.M.38.269A, ἁλωτόν· ληπτόν Hsch.
II 1capturable o conquistable ταύτῃ μόνον ἁλωτοί ἐσμεν Th.6.77, αἱ ἐπάλξεις Philostr.Im.1.4
•fig. ἡδονῇ δ' ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381, τίνι ἁλωτός εἰμι Arr.Epict.1.25.24.
2 de abstr. alcanzable, que puede conseguirse τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν S.OT 111, cf. Men.Dysc.862
•vulnerable D.C.38.50.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁλωτός, -ή, -όν)
αλώσιμος, ευάλωτος
αρχ.
κατορθωτός, εφικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἁλω- (πρβλ. αόρ. ἑ-άλω-ν του ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
ἁλωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἁλίσκομαι,
I.κατακτημένος ή κυριευμένος (αυτός που μπορεί να αλωθεί), σε Θουκ.
II. εφικτός, κατορθωτός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλωτός: (ᾰ) [adj. verb. к ἁλισκομαι]
1) могущий быть взятым, завоеванным Thuc.;
2) достижимый: τὸ ζητούμενον ἁλωτόν (ἐστιν) Soph. то, чего ищут, может быть найдено; ἁλωτὰ πόνῳ ἅπαντα Men. трудом можно достигнуть всего.
Middle Liddell
verb. adj. of ἁλίσκομαι
I. to be taken or conquered, Thuc.
II. attainable, Soph.