ευπειθής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπειθής]], -ές, Α και [[εὐπιθής]])<br />αυτός που πείθεται, που υπακούει [[πρόθυμα]], ο [[πειθήνιος]], ο [[πειθαρχικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το υπερθ. στο [[τέλος]] αιτήσεως ή αναφοράς σε [[δημόσια]] ή προϊστάμενη [[αρχή]], [[πριν]] από την [[υπογραφή]]<br /><i>ευπειθέστατος</i>, -<i>η</i><br />με [[μεγάλη]] [[προθυμία]], με [[υπακοή]], με σεβασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωνή]]) [[ευλύγιστος]]<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[εύχρηστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]]<br /><b>5.</b> (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το [[άλογο]] πειθήνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπειθώς</i> (ΑΜ εὐπειθῶς)<br />[[πρόθυμα]], με [[υπακοή]], με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), [[πρβλ]]. <i>βραδυ</i>-<i>πειθής</i>, <i>δυσ</i>-<i>πειθής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπειθής]], -ές, Α και [[εὐπιθής]])<br />αυτός που πείθεται, που υπακούει [[πρόθυμα]], ο [[πειθήνιος]], ο [[πειθαρχικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το υπερθ. στο [[τέλος]] αιτήσεως ή αναφοράς σε [[δημόσια]] ή προϊστάμενη [[αρχή]], [[πριν]] από την [[υπογραφή]]<br /><i>ευπειθέστατος</i>, -<i>η</i><br />με [[μεγάλη]] [[προθυμία]], με [[υπακοή]], με σεβασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωνή]]) [[ευλύγιστος]]<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[εύχρηστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]]<br /><b>5.</b> (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το [[άλογο]] πειθήνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπειθώς</i> (ΑΜ εὐπειθῶς)<br />[[πρόθυμα]], με [[υπακοή]], με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), [[πρβλ]]. [[βραδυπειθής]], [[δυσπειθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐπειθής, -ές, Α και εὐπιθής)
αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός
νεοελλ.
(το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή
ευπειθέστατος, -η
με μεγάλη προθυμία, με υπακοή, με σεβασμό
αρχ.
1. (για φωνή) ευλύγιστος
2. (για τροφή) εύπεπτος
3. (για πράγματα) εύχρηστος
4. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός
5. (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το άλογο πειθήνιο.
επίρρ...
ευπειθώς (ΑΜ εὐπειθῶς)
πρόθυμα, με υπακοή, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειθής (< πείθω), πρβλ. βραδυπειθής, δυσπειθής].