εύδω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὕδω]] (ΑΜ)<br />[[κοιμάμαι]] (α. «ὁππότ' ἄν [[αὖτε]] εὕδῃσθα γλυκὺν [[ὕπνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμούμαι]] τον ύπνο του θανάτου<br /><b>2.</b> [[κοπάζω]], [[παύω]], [[ησυχάζω]] (α. «ὄφρ' εὕδῃσι [[μένος]] Βορέαο» — για να πέσει η [[ορμή]] του Βοριά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον νου ή την [[καρδιά]]) [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αναπαύομαι, [[είμαι]] [[αδρανής]] («Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «εὕδοντι δ' αἱρεῑ [[κύρτος]]» — γι' αυτόν που κοιμάται ψαρεύει ο [[κύρτος]])<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «παλαιὰ γὰρ εὕδει [[χάρις]]»<br />(η [[ευεργεσία]] ξεχνιέται με το [[πέρασμα]] του χρόνου, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολ. της λ. παρέχει δυσκολίες, για τις οποίες έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Σύμφωνα με την πιο εύλογη, ο τ. [[εύδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>- «[[κοιμάμαι]]» ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>sutis</i> «[[ήσυχος]], [[πράος]]», λατ. <i>sudus</i> «[[ήρεμος]], [[πράος]]»). Εξίσου δυνατή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>-, με την [[ίδια]] [[σημασία]]. Το ρ. ως απλό απαντά μόνο στον μέλλ. <i>ευδήσω</i>. Κανονικώς απαντά ως σύνθετο με την [[πρόθεση]] [[κατά]] ([[πρβλ]]. [[καθεύδω]]), [[μολονότι]] η ύπαρξη στην αττική διάλεκτο παραλλήλων τύπων <i>καθ</i>-<i>ηύδον</i> και <i>εκάθ</i>-<i>ευδον</i> δείχνει ότι εκλαμβανόταν και ως απλό. Στην [[ίδια]] διάλεκτο ο τ. σχημάτιζε αόρ. από το ρ. [[δαρθάνω]] ([[πρβλ]]. απρμφ. αορ. <i>καταδαρθείν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αντικαθεύδω</i>, [[αποκαθεύδω]], [[εγκαθεύδω]], [[εκκαθεύδω]], [[ενεύδω]], [[επικαθεύδω]], <i>εφεύδω</i>, [[καθεύδω]], <i>ορθοκαθεύδω</i>, [[παρακαθεύδω]], [[προκαθεύδω]], [[προσκαθεύδω]], [[συγκαθεύδω]], [[συνεύδω]], [[υπερκαθεύδω]], [[υποκαθεύδω]]].
|mltxt=[[εὕδω]] (ΑΜ)<br />[[κοιμάμαι]] (α. «ὁππότ' ἄν [[αὖτε]] εὕδῃσθα γλυκὺν [[ὕπνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμούμαι]] τον ύπνο του θανάτου<br /><b>2.</b> [[κοπάζω]], [[παύω]], [[ησυχάζω]] (α. «ὄφρ' εὕδῃσι [[μένος]] Βορέαο» — για να πέσει η [[ορμή]] του Βοριά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον νου ή την [[καρδιά]]) [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αναπαύομαι, [[είμαι]] [[αδρανής]] («Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «εὕδοντι δ' αἱρεῖ [[κύρτος]]» — γι' αυτόν που κοιμάται ψαρεύει ο [[κύρτος]])<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «παλαιὰ γὰρ εὕδει [[χάρις]]»<br />(η [[ευεργεσία]] ξεχνιέται με το [[πέρασμα]] του χρόνου, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολ. της λ. παρέχει δυσκολίες, για τις οποίες έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Σύμφωνα με την πιο εύλογη, ο τ. [[εύδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>- «[[κοιμάμαι]]» ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>sutis</i> «[[ήσυχος]], [[πράος]]», λατ. <i>sudus</i> «[[ήρεμος]], [[πράος]]»). Εξίσου δυνατή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>-, με την [[ίδια]] [[σημασία]]. Το ρ. ως απλό απαντά μόνο στον μέλλ. <i>ευδήσω</i>. Κανονικώς απαντά ως σύνθετο με την [[πρόθεση]] [[κατά]] ([[πρβλ]]. [[καθεύδω]]), [[μολονότι]] η ύπαρξη στην αττική διάλεκτο παραλλήλων τύπων <i>καθ</i>-<i>ηύδον</i> και <i>εκάθ</i>-<i>ευδον</i> δείχνει ότι εκλαμβανόταν και ως απλό. Στην [[ίδια]] διάλεκτο ο τ. σχημάτιζε αόρ. από το ρ. [[δαρθάνω]] ([[πρβλ]]. απρμφ. αορ. <i>καταδαρθείν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αντικαθεύδω</i>, [[αποκαθεύδω]], [[εγκαθεύδω]], [[εκκαθεύδω]], [[ενεύδω]], [[επικαθεύδω]], <i>εφεύδω</i>, [[καθεύδω]], <i>ορθοκαθεύδω</i>, [[παρακαθεύδω]], [[προκαθεύδω]], [[προσκαθεύδω]], [[συγκαθεύδω]], [[συνεύδω]], [[υπερκαθεύδω]], [[υποκαθεύδω]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

εὕδω (ΑΜ)
κοιμάμαι (α. «ὁππότ' ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. κοιμούμαι τον ύπνο του θανάτου
2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ' εὕδῃσι μένος Βορέαο» — για να πέσει η ορμή του Βοριά, Ομ. Ιλ.)
3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος
4. (για πρόσ.) αναπαύομαι, είμαι αδρανής («Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν», Πλάτ.)
5. παροιμ. «εὕδοντι δ' αἱρεῖ κύρτος» — γι' αυτόν που κοιμάται ψαρεύει ο κύρτος)
6. φρ. «παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις»
ευεργεσία ξεχνιέται με το πέρασμα του χρόνου, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολ. της λ. παρέχει δυσκολίες, για τις οποίες έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Σύμφωνα με την πιο εύλογη, ο τ. εύδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα seu-d- «κοιμάμαι» (πρβλ. γοτθ. sutis «ήσυχος, πράος», λατ. sudus «ήρεμος, πράος»). Εξίσου δυνατή είναι και η αναγωγή του τ. σε ΙΕ ρίζα seu-d-, με την ίδια σημασία. Το ρ. ως απλό απαντά μόνο στον μέλλ. ευδήσω. Κανονικώς απαντά ως σύνθετο με την πρόθεση κατά (πρβλ. καθεύδω), μολονότι η ύπαρξη στην αττική διάλεκτο παραλλήλων τύπων καθ-ηύδον και εκάθ-ευδον δείχνει ότι εκλαμβανόταν και ως απλό. Στην ίδια διάλεκτο ο τ. σχημάτιζε αόρ. από το ρ. δαρθάνω (πρβλ. απρμφ. αορ. καταδαρθείν).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αντικαθεύδω, αποκαθεύδω, εγκαθεύδω, εκκαθεύδω, ενεύδω, επικαθεύδω, εφεύδω, καθεύδω, ορθοκαθεύδω, παρακαθεύδω, προκαθεύδω, προσκαθεύδω, συγκαθεύδω, συνεύδω, υπερκαθεύδω, υποκαθεύδω].