κάρδαμο: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> ([[πρβλ]]. <i>δίκτ</i>-<i>αμον</i>, <i>σήσ</i>-<i>αμον</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]].
|mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> ([[πρβλ]]. [[δίκταμον]], [[σήσαμον]]). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το και κάρδαμος, ο (AM κάρδαμον)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία φυτών της οικογένειας τών σταυρανθών
αρχ.
1. είδος λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως σήμερα το σινάπι
2. φρ. «βλέπω κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει κάρδαμο (Αριστοφ.)
3. παροιμ. «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το κράδος «κλαδάκι» και με το σκόροδον δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. λέξη kardamah, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο φυτό, οπότε η σύνδεση της με το κάρδαμον παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες φυτών σε -άμον (πρβλ. δίκταμον, σήσαμον). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. kadamija.
ΠΑΡ. καρδαμίνη, καρδαμίς
αρχ.
καρδαμάλη, καρδάμη, καρδαμίζω
νεοελλ.
καρδαμούρα, καρδαμώνω.
ΣΥΝΘ. καρδαμόσπορο(ν), καρδάμωμον
αρχ.
καρδαμογλύφος].