κλέβδην: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλέβδην]], δωρ. τ. κλέβδαν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[κρυφά]], με [[κλοπή]], [[κλεφτά]], [[λάθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>δην</i> με ηχηροποίηση του -<i>π</i>- προ του ηχηρού -<i>δ</i>- <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλεπ</i>- του [[κλέπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. <i>άρ</i>-<i>δην</i>, <i>φύρ</i>-<i>δην</i>)].
|mltxt=[[κλέβδην]], δωρ. τ. κλέβδαν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[κρυφά]], με [[κλοπή]], [[κλεφτά]], [[λάθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>δην</i> με ηχηροποίηση του -<i>π</i>- προ του ηχηρού -<i>δ</i>- <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλεπ</i>- του [[κλέπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. [[άρδην]], [[φύρδην]])].
}}
}}

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλέβδην Medium diacritics: κλέβδην Low diacritics: κλέβδην Capitals: ΚΛΕΒΔΗΝ
Transliteration A: klébdēn Transliteration B: klebdēn Transliteration C: klevdin Beta Code: kle/bdhn

English (LSJ)

Dor. κλέβδᾱν, Adv. A by stealth, A.D.Adv.198.6, EM103.13.

German (Pape)

[Seite 1447] dor. κλέβδαν, verstohlener Weise, heimlich; B. A. 611, 27; E. M. 103, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλέβδην: Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. διὰ κλοπῆς, κρύφα «κλεφτά», Λατ. clam, Α. Β. 611, Ἐτυμολ. Μέγ. 103.

Greek Monolingual

κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α)
επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπ-δην με ηχηροποίηση του -π- προ του ηχηρού -δ- < θ. κλεπ- του κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. άρδην, φύρδην)].