κλυτότοξος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλυτότοξος]], -ον (Α)<br />[[ονομαστός]] για το [[τόξο]] του, [[ένδοξος]] [[τοξότης]] («εὔχεο δ' Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόξον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κλυτότοξος]], -ον (Α)<br />[[ονομαστός]] για το [[τόξο]] του, [[ένδοξος]] [[τοξότης]] («εὔχεο δ' Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόξον]]), [[πρβλ]]. [[αργυρότοξος]], [[χρυσότοξος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A famous for the bow, renowned archer, epithet of Apollo, Il.4.101, 15.55, Od.21.267, B.1.37.
German (Pape)
[Seite 1458] durch den Bogen berühmt, mit berühmtem Bogen, bogenberühmt, Apollo, Il. 4, 101 Od. 21, 267, ofter.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτότοξος: -ον, περίφημος διὰ τὸ τόξον αὐτοῦ, ἔνδοξος τοξότης, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Δ. 101., Ο. 55, Ὀδ. Φ. 267, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’arc renommé, célèbre par son habileté à tirer de l’arc.
Étymologie: κλυτός, τόξον.
English (Autenrieth)
with glorious bow, illustrious archer, epithet of Apollo.
Greek Monolingual
κλυτότοξος, -ον (Α)
ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ' Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρότοξος, χρυσότοξος].
Greek Monotonic
κλῠτότοξος: -ον (τόξον), περίφημος για το τόξο, διακεκριμένος τοξευτής, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτότοξος: славный своим луком (Ἀπόλλων Hom.).
Middle Liddell
κλῠτό-τοξος, ον τόξον
famous for the bow, renowned archer, Hom.