κλεψίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλεψίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Κλεψίρρυτος</i><br />[[ονομασία]] μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο [[τμήμα]] του έρρεε [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. <i>μελί</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>ποταμό</i>-<i>ρρυτος</i>. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=[[κλεψίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Κλεψίρρυτος</i><br />[[ονομασία]] μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο [[τμήμα]] του έρρεε [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. [[μελίρρυτος]], [[ποταμόρρυτος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 18:26, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίρρῠτος Medium diacritics: κλεψίρρυτος Low diacritics: κλεψίρρυτος Capitals: ΚΛΕΨΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: klepsírrytos Transliteration B: klepsirrytos Transliteration C: klepsirrytos Beta Code: kleyi/rrutos

English (LSJ)

ον, A secretly flowing, name of a stream at Athens, which flowed some distance under ground, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίρρῠτος: -ον, ὁ λάθρα ρέων, ὄνομα ῥύακος ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐφ’ ἱκανὸν διάστημα ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κλεψίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει κρυφά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος
ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελίρρυτος, ποταμόρρυτος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].