κοκκινοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[κοκκινοβαφής]], -ές)<br />ο [[βαμμένος]] με κόκκινο [[χρώμα]], [[κοκκινοβαμμένος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (AM [[κοκκινοβαφής]], -ές)<br />ο [[βαμμένος]] με κόκκινο [[χρώμα]], [[κοκκινοβαμμένος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. [[λευκοβαφής]], [[χρυσοβαφής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A = κοκκοβαφής, Callix.2:—also κοκκῐνό-βᾰφος, ον, Sch. rec.Pi.O.6.66.
German (Pape)
[Seite 1471] ές, scharlachroth gefärbt; Ath. V, 196 b; bei Schol. pind. Ol. 6, 66 κοκκινόβαφος
Greek (Liddell-Scott)
κοκκῐνοβᾰφής: -ές, = κοκκοβαφής, Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― ὡσαύτως -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66.
Greek Monolingual
-ές (AM κοκκινοβαφής, -ές)
ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκοβαφής, χρυσοβαφής].