μήνυτρον: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήνυτρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ μήνυτρα</i><br />α) χρηματικές αμοιβές για [[μήνυση]], [[δηλαδή]] για [[πληροφορία]] που δόθηκε<br />β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη [[σύλληψη]] επικηρυγμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μήνυτρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ μήνυτρα</i><br />α) χρηματικές αμοιβές για [[μήνυση]], [[δηλαδή]] για [[πληροφορία]] που δόθηκε<br />β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη [[σύλληψη]] επικηρυγμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[κάλυπτρον]], [[μέτρον]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, A reward for information, h.Merc.264, 364, PCair.Zen.489.9 (iii B. C.): in Att. only pl. μήνυτρα, Th.6.27, Phryn.Com.58, prob. in S.Ichn.81, etc.; μήνυτρα κεκηρυγμένα reward offered, And.1.40.
German (Pape)
[Seite 175] τό, Lohn für die Anzeige, H. h. Mer, . 264. 364; der auf die Entdeckung eines Verbrechens gesetzte Preis, μεγάλοις μηνύτροις δημοσίᾳ ἐζητοῦντο οἱ δράσαντες, Thuc. 6, 27; Andoc. 1, 27; Lys. 6, 43 u. Sp., wie Luc. Fugit. 29.
Greek (Liddell-Scott)
μήνῡτρον: τό, (μηνύω) ἀμοιβὴ ἐπὶ μηνύσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 264, 364· ― παρ’ Ἀττ. μόνον πληθ. μήνυτρα, Θουκ. 6. 27, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· μήνυτρα κηρύσσειν Ἀνδοκ. 6. 23· πρβλ. Böckh P. Ε. 1. 332.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
récompense à un dénonciateur.
Étymologie: μηνύω.
Greek Monolingual
μήνυτρον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ μήνυτρα
α) χρηματικές αμοιβές για μήνυση, δηλαδή για πληροφορία που δόθηκε
β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη σύλληψη επικηρυγμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τρον (πρβλ. κάλυπτρον, μέτρον].
Greek Monotonic
μήνῡτρον: τό, τίμημα που καταβάλλεται για μια πληροφορία, αμοιβή, σε Ομηρ. Ύμν.· στην Αττ. μόνο πληθ.· μήνυτρα, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μήνῡτρον: τό тж. pl. награда за сообщение, плата за донос HH, Thuc. etc.
Middle Liddell
μήνῡτρον, ου, τό,
the price of information, reward, Hhymn.:—in attic only pl. μήνυτρα, Thuc., etc.