μηνιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[μηνιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηνιάτικο</i><br />α) [[ενοίκιο]] ή [[μίσθωμα]] ενός [[μήνα]] («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)<br />β) ο [[μισθός]] τον οποίο παίρνει [[κάποιος]] [[κάθε]] [[μήνα]] («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. <i>γαμπρ</i>-<i>ιάτικος</i>, <i>λαμπρ</i>-<i>ιάτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[μηνιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηνιάτικο</i><br />α) [[ενοίκιο]] ή [[μίσθωμα]] ενός [[μήνα]] («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)<br />β) ο [[μισθός]] τον οποίο παίρνει [[κάποιος]] [[κάθε]] [[μήνα]] («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[γαμπριάτικος]], [[λαμπριάτικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μηνιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο
α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)
β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπριάτικος, λαμπριάτικος)].