ἱπποδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα («λεῑος δ' [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>αμμό</i>-<i>δρομος</i>, <i>ναυσί</i>-<i>δρομος</i> (<b>βλ.</b> και [[ιππόδρομος]])].<br />[[ἱπποδρόμος]], ὁ (Α)<br />ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>αρματο</i>-[[δρόμος]], <i>βοη</i>-[[δρόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «περιγραφική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόδρομος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα («λεῑος δ' [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμμόδρομος]], [[ναυσίδρομος]] (<b>βλ.</b> και [[ιππόδρομος]])].<br />[[ἱπποδρόμος]], ὁ (Α)<br />ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>αρματο</i>-[[δρόμος]], <i>βοη</i>-[[δρόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «περιγραφική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόδρομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδρόμος Medium diacritics: ἱπποδρόμος Low diacritics: ιπποδρόμος Capitals: ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hippodrómos Transliteration B: hippodromos Transliteration C: ippodromos Beta Code: i(ppodro/mos

English (LSJ)

ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei, Her. 7, 158.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
soldat de cavalerie légère, en Sicile.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῑος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμόδρομος, ναυσίδρομος (βλ. και ιππόδρομος)].
ἱπποδρόμος, ὁ (Α)
ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», Ηρόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, βοη-δρόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «περιγραφική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόδρομος].

Greek Monotonic

ἱπποδρόμος: ὁ, ιππέας με ελαφρύ (ψιλό) οπλισμό, ἱπποδρόμοι ψιλοί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποδρόμος: ὁ (в Сицилии) конник, конный солдат: ἱπποδρόμοι ψιλοί Her. гипподромы, легковооруженная конница.

Middle Liddell

ἱππο-δρόμος, ὁ,
a light horseman, Hdt.