ἴσχαιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἴσχαιμος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί [[αναστολή]] της κυκλοφορίας του αίματος («[[ἴσχαιμος]] [[περίδεσις]]» — η πρόχειρη [[κατάπαυση]] της αιμορραγίας από κάποιο [[τραύμα]], Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φάρμακα) ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἴσχαιμος]]<br />[[ρίζα]] φυτού που αναστέλλει την [[εκροή]] του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴσχ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. <i>ολίγ</i>-<i>αιμος</i>, <i>παχύ</i>-<i>αιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἴσχαιμος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί [[αναστολή]] της κυκλοφορίας του αίματος («[[ἴσχαιμος]] [[περίδεσις]]» — η πρόχειρη [[κατάπαυση]] της αιμορραγίας από κάποιο [[τραύμα]], Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φάρμακα) ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἴσχαιμος]]<br />[[ρίζα]] φυτού που αναστέλλει την [[εκροή]] του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴσχ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. [[ολίγαιμος]], [[παχύαιμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσχαιμος Medium diacritics: ἴσχαιμος Low diacritics: ίσχαιμος Capitals: ΙΣΧΑΙΜΟΣ
Transliteration A: íschaimos Transliteration B: ischaimos Transliteration C: ischaimos Beta Code: i)/sxaimos

English (LSJ)

ον, (ἴσχω, αἷμα) A staunching blood, Thphr.HP9.13.1, Dsc. 4.43; styptic, Luc.Tim.46, Aret.CA2.6 (dat. pl. -αίμασι codd.), POxy.1088.19. 2 ἴσχαιμος, , plant used as a styptic, Andropogon ischaemum, Thphr.HP9.15.3, Sch.Il.11.846.

German (Pape)

[Seite 1272] bluthemmend, Luc. Tim. 46, Medic., φάρμακον; – ἡ ἴσχ., eine Pflanze, die auch ἰσχαίμων heißt.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσχαιμος: -ον, (ἴσχω) ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥεῦσι τοῦ αἵματος, Θεοφρ. Π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1· δεινῶς γὰρ ἴσχαιμόν ἐστι τὸ φάρκακον Λουκ. Τίμ. 46· - ἴσχαιμος, ἡ ῥίζα φυτοῦ τινος τῆς Θράκης ἔχουσα τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥοὴν τοῦ αἵματος «κεντηθείσης φλεβός, οἱ δὲ καὶ σφοδροτέρω διατμηθείσης» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 3, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 848.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui arrête le sang.
Étymologie: ἴσχω, αἷμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἴσχαιμος, -ον)
αυτός που προκαλεί αναστολή της κυκλοφορίας του αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» — η πρόχειρη κατάπαυση της αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.)
αρχ.
1. (για φάρμακα) ο στυπτικός
2. το θηλ. ως ουσ.ἴσχαιμος
ρίζα φυτού που αναστέλλει την εκροή του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχ- (< ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω») + -αιμος (< αίμα), πρβλ. ολίγαιμος, παχύαιμος].

Greek Monotonic

ἴσχαιμος: -ον (ἴσχω, αἷμα), αυτός που σταματά το αίμα, αιμοστατικός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἴσχαιμος: кровоостанавливающий (φάρμακον Luc.).

Middle Liddell

ἴσχ-αιμος, ον ἴσχω, αἷμα
staunching blood, Luc.