κοσκινοράφος: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koskinorafos | |Transliteration C=koskinorafos | ||
|Beta Code=koskinora/fos | |Beta Code=koskinora/fos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, | |Definition=[ᾰ], ὁ, one who [[sew]]s ([[leather]]) [[sieve]]s, PTeb.540 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοσκινοράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή [[δέρμα]] στη [[στεφάνη]] του κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[πρβλ]]. [[ιστιορράφος]], [[μηχανορράφος]]]. | |mltxt=[[κοσκινοράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή [[δέρμα]] στη [[στεφάνη]] του κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[πρβλ]]. [[ιστιορράφος]], [[μηχανορράφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:49, 20 September 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).
Greek Monolingual
κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].