μισθοδότης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[αιμοδότης]].
|mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:50, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοδότης Medium diacritics: μισθοδότης Low diacritics: μισθοδότης Capitals: ΜΙΣΘΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: misthodótēs Transliteration B: misthodotēs Transliteration C: misthodotis Beta Code: misqodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A paymaster, Pl.R.463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.

Greek Monolingual

ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.

Greek Monotonic

μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μισθοδότης: ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut.

Middle Liddell

μισθο-δότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.