ἐπιφρίσσω: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epifrisso | |Transliteration C=epifrisso | ||
|Beta Code=e)pifri/ssw | |Beta Code=e)pifri/ssw | ||
|Definition=Att. ἐπιφρίττω, | |Definition=Att. ἐπιφρίττω, to [[be rough]] or [[bristling on the surface]], χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασιν <span class="bibl">Emp.83.2</span>; φολίδεσσι <span class="bibl">D.P.443</span>; <b class="b3">Σειληνοὺς πολιῇσιν -φρίσσοντας ἐθείραις</b> cj. in <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>35.55</span>; especially of water, <b class="b3">νέποδες..ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ</b> [[make a ripple]] on the calm sea, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.384</span>, cf. <span class="bibl">Orph. <span class="title">A.</span>1149</span>, <span class="bibl">Poll.1.106</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:15, 24 August 2022
English (LSJ)
Att. ἐπιφρίττω, to be rough or bristling on the surface, χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασιν Emp.83.2; φολίδεσσι D.P.443; Σειληνοὺς πολιῇσιν -φρίσσοντας ἐθείραις cj. in Nonn.D.35.55; especially of water, νέποδες..ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ make a ripple on the calm sea, Opp.C.1.384, cf. Orph. A.1149, Poll.1.106.
German (Pape)
[Seite 1001] arr. ἐπιφρίττω, auf der Oberfläche rauh sein, starren, schauern, ἐπιφριττούσης τῆς θαλάττης Poll. 1, 106 (vgl. φρίσσω); sp. D., ὁλκὸς ἐπιφρίσσων φολίδεσσι D. Per. 443; νέποδες ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ Opp. Cyn. 1, 384, sie wimmeln auf der ruhigen Oberfläche des Meeres. – Auch vom Zephyr, Orph. Arg. 1147.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφρίσσω: Ἀττ. -ττω, ἔχω τραχεῖαν καὶ ἀκανθωτὴν ἐπιφάνειαν, ὡς τὸ Λατ. horrere, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 98D, Διον. Περιηγ. 443· ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, νέποδες... ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ, ἐγείρουσιν ἠρέμα κυματίδια ἐπὶ τῆς γαληνίου θαλάσσης, Ὀππ. Κυν. 1. 384, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1147, Πολυδ. Α΄, 106.
French (Bailly abrégé)
frissonner ou frémir à la surface, se hérisser.
Étymologie: ἐπί, φρίσσω.
Greek Monolingual
ἐπιφρίσσω και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) φρίσσω
έχω τραχιά επιφάνεια, γίνομαι τραχύς, ανατριχιάζω («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», Νόνν.)
αρχ.
1. (για θάλασσα) κάνω να κυμαίνεται ελαφρά, να ρυτιδώνεται.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφρίσσω: атт. ἐπιφρίττω быть неровным, щетиниться (ἐχίνοις χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασι Emped. ap. Plut.).