κόμιστρον: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κόμιστρον:''' τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> награда за доставку ([[κυνός]] = Κερβέρου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> награда за спасение (ψυχῆς Aesch.). | |elrutext='''κόμιστρον:''' τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[награда за доставку]] ([[κυνός]] = Κερβέρου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[награда за спасение]] (ψυχῆς Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:20, 19 August 2022
English (LSJ)
τό (usu. in plural, sg. in SIG (v. infr.), Poll.7.133), A reward for saving, ψυχῆς κ. A.Ag.965. 2 reward for returning lost property, SIG1184.4 (Cnidus). 3 payment for maintenance (?), Leg.Gort.3.37. II reward for bringing, E.HF1387.
German (Pape)
[Seite 1478] τό, Lohn, Dank für Errettung; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.
Greek (Liddell-Scott)
κόμιστρον: τό, (κομίζω) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ σῶστρα, διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.
Greek Monotonic
κόμιστρον: τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα,
I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ.
II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κόμιστρον: τό (только pl.)
1) награда за доставку (κυνός = Κερβέρου Eur.);
2) награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόμιστρον -ου, τό [κομίζω] loon voor het terugbrengen:. ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε als compensatie voor het terugbrengen van deze man Aeschl. Ag. 965.
Middle Liddell
κόμιστρον, ου, τό, κομίζω
I. in plural, like σῶστρα, reward for saving, Aesch.
II. reward for bringing, Eur.