ἀρχέτας: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχέτας''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ ἀρχέτης, [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], Εὐρ. Ἠλ. 1149· ὡς ἐπίθ. ἀρχ. [[θρόνος]], ἡγεμονικὸς [[θρόνος]], Εὐρ. | |lstext='''ἀρχέτας''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ ἀρχέτης, [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], Εὐρ. Ἠλ. 1149· ὡς ἐπίθ. ἀρχ. [[θρόνος]], ἡγεμονικὸς [[θρόνος]], Εὐρ. Ἡρακλ. 753. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 17:00, 14 January 2022
English (LSJ)
ὁ, Dor. for ἀρχέτης, A leader, prince, E.El.1149: as adjective, ἀ. θρόνος princely throne, Id.Heracl.753.
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, dor. = ἀρχέτης, Führer, Herrscher, Eur. El. 1149; als adj., θρόνος, Herrscherthron, Heraclid. 753.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέτας: ὁ, Δωρ. ἀντὶ ἀρχέτης, ἀρχηγός, ἡγεμών, Εὐρ. Ἠλ. 1149· ὡς ἐπίθ. ἀρχ. θρόνος, ἡγεμονικὸς θρόνος, Εὐρ. Ἡρακλ. 753.
French (Bailly abrégé)
α (ὁ) :
1 commandant, chef;
2 adj. de chef, de roi, royal.
Étymologie: ἄρχω.
Spanish (DGE)
(ἀρχέτᾱς) ὁ
dór.
1 caudillo, príncipe E.El.1149, Fr.773.57.
2 adj. real θρόνος E.Heracl.753.
Greek Monolingual
ἀρχέτας, ο δωρ. (Α)
1. ο αρχηγός, ο ηγέτης
2. ως επίθ. ο ηγεμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω ή αρχός ή αρχή].
Greek Monotonic
ἀρχέτας: ὁ, Δωρ. αντί ἀρχέτης, οδηγός, αρχηγός, ηγεμόνας, σε Ευρ.· ως επίθ., ἀρχ. θρόνος, ηγεμονικός θρόνος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχέτας: II adj. m княжеский (θρόνος Eur.).
ἀρχέτᾱς: ᾱ ὁ властитель, князь Eur.