κατασμικρύνω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατασμῑκρύνω:''' делать маленьким, уменьшать, умалять (τὸ ὄνομά τινος Luc.).
|elrutext='''κατασμῑκρύνω:''' [[делать маленьким]], [[уменьшать]], [[умалять]] (τὸ ὄνομά τινος Luc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.
|elnltext=κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.
}}
}}

Revision as of 10:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασμῑκρύνω Medium diacritics: κατασμικρύνω Low diacritics: κατασμικρύνω Capitals: ΚΑΤΑΣΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: katasmikrýnō Transliteration B: katasmikrynō Transliteration C: katasmikryno Beta Code: katasmikru/nw

English (LSJ)

A lessen, abridge, τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.Eloc.44, cf. Luc. Gall.14, Porph.Sent.40:—Pass., to be made small, LXX 2 Ki.7.19; become less, Marcellin.Puls.310: metaph., M.Ant.8.36. II = κατασμικρίζω, belittle, κατασμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.in Epict. p.102 D. III = κατακερματίζω, εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1379] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ ὄνομα Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36.

Greek (Liddell-Scott)

κατασμῑκρύνω: πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου τοὔνομα, οὐ γὰρ Σίμων ἀλλὰ Σιμωνίδης ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., γίνομαι μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36.

French (Bailly abrégé)

1 rapetisser, amoindrir ; Pass. devenir plus petit, plus faible;
2 fig. rabaisser.
Étymologie: κατά, σμικρύνω.

Greek Monolingual

κατασμικρύνω (AM)
1. ελαττώνω κάτι
2. καταφρονώ, εξευτελίζω
3. κατακερματίζω
4. παθ. κατασμικρύνομαι
γίνομαι μικρότερος.

Russian (Dvoretsky)

κατασμῑκρύνω: делать маленьким, уменьшать, умалять (τὸ ὄνομά τινος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.