τρύγγας: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρύγγας:''' ὁ тринг (вид неизвестного нам животного, [[varia lectio|v.l.]] к [[πύγαργος]]) Arst. | |elrutext='''τρύγγας:''' ὁ [[тринг]] (вид неизвестного нам животного, [[varia lectio|v.l.]] к [[πύγαργος]]) Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, v.l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.
German (Pape)
[Seite 1155] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγγας: ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ πύγαργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του πύγαργος.
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας σκολοπακίδες.
Russian (Dvoretsky)
τρύγγας: ὁ тринг (вид неизвестного нам животного, v.l. к πύγαργος) Arst.