σίγα: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», <b>Σοφ.</b>)<br />β) με σιγανή [[φωνή]], ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επιφών.) [[σιωπή]]!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σίττα]] «[[επιφώνημα]] τών βοσκών», <i>σιωπῶ</i>) και επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», <b>Σοφ.</b>)<br />β) με σιγανή [[φωνή]], ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επιφών.) [[σιωπή]]!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σίττα]] «[[επιφώνημα]] τών βοσκών», <i>σιωπῶ</i>) και επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[σάφα]], [[τάχα]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[ῥίγα]]<br /><i>σιώπα</i>», μέσω μιας διόρθωσης του [[ῥίγα]] σε <i>Fίγα</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ī</i>-<i>g</i>- «[[φθίνω]], [[σωπαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>sw</i><i>ī</i><i>gen</i>, γερμ. <i>schweigen</i>, γοτθ. <i>sweiban</i>), αν και η [[εναλλαγή]] <i>sw</i>- / <i>σ</i>-παραμένει δυσερμήνευτη. Χαρακτηριστικό [[είναι]], εξάλλου, ότι [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίρρ. [[σῖγα]], από το οποίο σχηματίστηκαν αφ' ενός το ρ. <i>σιγῶ</i> μέσω της προστ. [[σίγα]], αφ' ετέρου η λ. [[σιγή]] μέσω του δοτικοφανούς επιρρ. [[σιγᾷ]] / -<i>ῇ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:33, 8 May 2023
English (LSJ)
imper. of σιγάω (q.v.):—σιγά, Dor. for σιγή.
French (Bailly abrégé)
impér. prés. de σιγάω.
Greek Monolingual
Α
1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.)
β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.)
2. (ως επιφών.) σιωπή!
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι- (πρβλ. σίττα «επιφώνημα τών βοσκών», σιωπῶ) και επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφα, τάχα). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ῥίγα
σιώπα», μέσω μιας διόρθωσης του ῥίγα σε Fίγα, οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα swī-g- «φθίνω, σωπαίνω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. swīgen, γερμ. schweigen, γοτθ. sweiban), αν και η εναλλαγή sw- / σ-παραμένει δυσερμήνευτη. Χαρακτηριστικό είναι, εξάλλου, ότι αρχικός τ. είναι το επίρρ. σῖγα, από το οποίο σχηματίστηκαν αφ' ενός το ρ. σιγῶ μέσω της προστ. σίγα, αφ' ετέρου η λ. σιγή μέσω του δοτικοφανούς επιρρ. σιγᾷ / -ῇ].
Greek Monotonic
σίγα:I. προστ. του σιγάω. II. σιγά, Δωρ. αντί σιγή.
Russian (Dvoretsky)
σίγᾱ: (ῑ) 2 л. sing. imper. praes. к σιγάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίγα imperat. praes. 2 sing. van σιγάω.