σελίδιον: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σελίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σελίς]], σελὶς ἢ [[στήλη]] βιβλίου, διαφορ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 5. 33, 3. Σουΐδ., [[συχν]]. παρὰ τῷ Πτολ.
|lstext='''σελίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σελίς]], σελὶς ἢ [[στήλη]] βιβλίου, διαφορ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 5. 33, 3. Σουΐδ., συχν. παρὰ τῷ Πτολ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:50, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελίδιον Medium diacritics: σελίδιον Low diacritics: σελίδιον Capitals: ΣΕΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: selídion Transliteration B: selidion Transliteration C: selidion Beta Code: seli/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of σελίς, A column of a papyrus or mathematical table, Plb.5.33.3 (v.l.), Ptol.Geog.2.1.3, Alm.6.7, al., Vett.Val.303.26, Suid.

German (Pape)

[Seite 870] τό, dim. von σελίς; Pol. 5, 33, 3, l. d.; B. A. 766, 28.

Greek (Liddell-Scott)

σελίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σελίς, σελὶς ἢ στήλη βιβλίου, διαφορ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 5. 33, 3. Σουΐδ., συχν. παρὰ τῷ Πτολ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σελίς, -ίδος]
1. μικρή σελίδα
2. στήλη σελίδας παπύρου ή μαθηματικού πίνακα.

Russian (Dvoretsky)

σελίδιον: (ῐδ) τό листок, страничка (Polyb. - v.l. к σελίς).