γήινος: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|lsmtext='''γήινος:''' -η, -ον (γῆ), αυτός που ανήκει στη γη, σε Ξεν., Πλάτ.· επίσης, [[γήϊος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γήινος:''' -η, -ον (γῆ), αυτός που ανήκει στη γη, σε Ξεν., Πλάτ.· επίσης, [[γήϊος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''γήϊνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сделанный из земли]], т. е. [[глиняный]] ([[πλίνθος]] Xen.) или [[земляной]], [[глинобитный]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[имеющий земную природу]], [[земного происхождения]] ([[σῶμα]] Plat.; τὸ [[ξύλον]] οὐ γῆ, ἀλλὰ γήϊνον Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[земной]], т. е. [[преходящий]], [[смертный]] ([[γένος]] Plat.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γήϊνος]] -η -ον [γῆ] [[van aarde]], [[aarden]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 12 May 2022
English (LSJ)
η, ον, of earth, terrestrial, earthen, earthly τὴν δὲ… πλάσαντες γηίνην Semon.7.21; πλίνθοι X.An.7.8.14; τείχη Pl.Lg.778e; σῶμα Id.Phdr.246c, cf. Hierocl. in CA 4p.425M.; οὐδὲ τὸ ξύλον γῆ, ἀλλὰ γήινον = wood is not earth, but derives from earth Arist.Metaph. 1049a20; νόος App.Anth.3.146 (Theon.): Sup. γηινώτατος, ἀριθμός Lyd.Ost.45.
Greek (Liddell-Scott)
γήινος: -η, -ον, ἐκ γῆς, τὴν δέ... πλάσαντες γηίνην, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 21· πλίνθοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14· τείχη Πλάτ. Νόμ. 778D· σῶμα ὁ αὐτ. Φαίδρ. 246C· τὸ ξύλον οὐ γῆ, ἀλλὰ γήινον Ἀριστ. Μεταφ. 8. 7, 5.― Ἐπίρρ.–νως, Ἐκκλ.― Ὡσαύτως γήιος Ἀνθ. II. παραρτ. 39· πρβλ. Λοβ. Φρύν.97.― Ὑπερθ. γηινώτατος, ὁ γάρ ἀριθμὸς πέντε γηινώτατος Ἰω. Λυδ. Διοσημ. 95 (Wachsm.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γήινος, -η, -ον) γη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη
2. αυτός που έχει τη σύσταση της γης, χωμάτινος
3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο)
4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
5. το ουδ. ως ουσ. τα γήινα
τα επίγεια, τα εγκόσμια
νεοελλ.
φρ.
1. «γήινο ελλειψοειδές» — το σχήμα που παράγεται από την περιστροφή μιας έλλειψης γύρω από τον μικρό της άξονα
2. «γήινη ακτινοβολία» — το φως του ήλιου που ανακλάται από τη γήινη σφαίρα προς τη σελήνη, απ' όπου ανακλάται πάλι και επιστρέφει στη γη·
Greek Monotonic
γήινος: -η, -ον (γῆ), αυτός που ανήκει στη γη, σε Ξεν., Πλάτ.· επίσης, γήϊος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γήϊνος:
1) сделанный из земли, т. е. глиняный (πλίνθος Xen.) или земляной, глинобитный Plat.;
2) имеющий земную природу, земного происхождения (σῶμα Plat.; τὸ ξύλον οὐ γῆ, ἀλλὰ γήϊνον Arst.);
3) земной, т. е. преходящий, смертный (γένος Plat.).