ὑπόπετρος: Difference between revisions
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[έδαφος]], για γη) ο [[κάπως]] [[πετρώδης]] («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[έδαφος]], για γη) ο [[κάπως]] [[πετρώδης]] («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῦσαν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>πετρος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:45, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, rocky, γῆ Hdt.2.12, Thphr.CP3.20.5, PTeb.72.14 (ii B. C.), cf. Str.16.2.36; χωρία Dsc.4.33.
German (Pape)
[Seite 1228] unten felsig od. steinig, mit steinigem Boden, Her. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπετρος: -ον, ὑπόλιθος, ὀλίγον πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 2. 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 5, Στράβ. 761.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pierreux en dessous, dont le sol est pierreux.
Étymologie: ὑπό, πέτρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για έδαφος, για γη) ο κάπως πετρώδης («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῦσαν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -πετρος (< πέτρα), πρβλ. περί-πετρος].
Greek Monotonic
ὑπόπετρος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόπετρος: внизу или немного каменистый (γῆ Her.; τόποι Plut.).