παμμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παμμεγέθης:''' чрезвычайно большой, огромный, громадный ([[πρᾶγμα]] Xen.; [[πλῆθος]] θησαύρου Plat.; [[σημεῖον]] Dem.; ὀδόντες Arst.; [[ὄρος]] Polyb.; [[λίθος]] Plut.).
|elrutext='''παμμεγέθης:''' [[чрезвычайно большой]], [[огромный]], [[громадный]] ([[πρᾶγμα]] Xen.; [[πλῆθος]] θησαύρου Plat.; [[σημεῖον]] Dem.; ὀδόντες Arst.; [[ὄρος]] Polyb.; [[λίθος]] Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:48, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμεγέθης Medium diacritics: παμμεγέθης Low diacritics: παμμεγέθης Capitals: ΠΑΜΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: pammegéthēs Transliteration B: pammegethēs Transliteration C: pammegethis Beta Code: pammege/qhs

English (LSJ)

ες, = πάμμεγας (very great, immense), Pl. Prm. 164d, Lg. 913d, X. Mem. 3.6.13, Timocl. 8.14, D. 19.241, Arist. GA 745a34, al., Men. Her. 2 ; neut. as adverb, παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin. 2.106, cf. Men. Sam. 149.

German (Pape)

[Seite 453] ες, = Vorigem; πλῆθος θησαυροῦ παμμέγεθες, Plat. Legg. XI, 913 d; πρᾶγμα, Xen. Mem. 3, 6, 13; ὄρος, Pol. 5, 59, 4, öfter, u. a. Sp.; auch adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, Aesch. 2, 106 u. Luc. Catapl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

παμμεγέθης: -ες, = τῷ προηγ., Πλάτ. Παρμεν. 164D, Νόμ. 913D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6. 13, Δημ. 416. 15, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· - οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Αἰσχίν. 42. 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout à fait grand ; neutre adv. • παμμέγεθες ESCHN fortement.
Étymologie: πᾶν, μέγεθος.

Greek Monolingual

παμμεγέθης, -μέγεθος (ΑΜ)
1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες
πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μεγέθης (< μέγεθος)].

Greek Monotonic

παμμεγέθης: -ες, = το προηγ., σε Ξεν., Δημ.· ουδ. ως επίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

παμμεγέθης: чрезвычайно большой, огромный, громадный (πρᾶγμα Xen.; πλῆθος θησαύρου Plat.; σημεῖον Dem.; ὀδόντες Arst.; ὄρος Polyb.; λίθος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμεγέθης -ες enorm, immens; ook van geluid:. κέκραγε.. παμμέγεθες hij schreeuwde keihard Men. Sam. 364.

Middle Liddell

παμ-μεγέθης, ες = πάμμεγᾰς, Xen., Dem.]
neut. as adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin.