σκευοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[φύλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[ὑπάλληλος]] φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - [[ὅθεν]], ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.
|lstext='''σκευοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[ὑπάλληλος]] φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - [[ὅθεν]], ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[φύλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: σκευοφύλαξ Low diacritics: σκευοφύλαξ Capitals: ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: skeuophýlax Transliteration B: skeuophylax Transliteration C: skevofylaks Beta Code: skeuofu/lac

English (LSJ)

-ακος, ὁ, storekeeper, PPetr. 2 p. 39 (iii BC, written σκεοφύλαξ), Poll. 10.16.

German (Pape)

[Seite 894] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.
Étymologie: σκεῦος, φύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὑπάλληλος φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - ὅθεν, ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.

Greek Monolingual

ο / σκευοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ
αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος
νεοελλ.-μσν.
1. εκκλ. αξιωματούχος της Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών του σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης
2. (στο Βυζ.) αξιωματούχος του Παλατίου, που ήταν υπεύθυνος για την αυτοκρατορική ιματιοθήκη και είχε τη δεύτερη θέση στη σειρά τών αυλικών μετά τον παρακοιμώμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + φύλαξ, -ακος (πρβλ. σιτο-φύλαξ)].

Greek Monotonic

σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας των αποσκευών, επιστάτης σκευοφυλακίου.

Wikipedia EL

Ο σκευοφύλακας ή σκευοφύλαξ αποτελεί χριστιανικό λαϊκό εκκλησιαστικό αξίωμα.

Κατά την παλαιά εκκλησιαστική τάξη, ο με τον τίτλο του σκευοφύλακος τιμώμενος κατείχε τη τρίτη θέση στη πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού, μεταξύ του δεύτερου, του σακελλάριου και του τετάρτου του χαρτοφύλακα.

Στο εκκλησιαστικό τυπικό ο σκευοφύλαξ ονομάζεται και «κειμηλιοφύλαξ» και «κειμηλιάρχης».

Αργότερα ο τίτλος αυτός μετέπεσε σε κύριο όνομα και επίθετο σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες όπως και οι συγγενικοί τίτλοι σακελλάριος και χαρτοφύλαξ.