πάραντα: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] seitwärts, seitab, πολλὰ δ' [[ἄναντα]], [[κάταντα]], πάραντά τε δόχμιά τ' [[ἦλθον]] Il. 23, 116. – Das adj. παράντης scheint nicht vorzukommen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] seitwärts, seitab, πολλὰ δ' [[ἄναντα]], [[κάταντα]], πάραντά τε δόχμιά τ' [[ἦλθον]] Il. 23, 116. – Das adj. παράντης scheint nicht vorzukommen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />de côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄντα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάραντα''': Ἐπίρρ., ἐκτὸς τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πολλὰ δ’[[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε, δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116, ἀλλὰ κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. «[[πάραντα]], [[μήτε]] ἀνωφερῆ [[μήτε]] κατωφερῆ, ἀλλὰ εὐθύτομα», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «τὰ παρὰ τὰ [[ἀντικρύ]], [[οἷον]] πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ». | |lstext='''πάραντα''': Ἐπίρρ., ἐκτὸς τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πολλὰ δ’[[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε, δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116, ἀλλὰ κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. «[[πάραντα]], [[μήτε]] ἀνωφερῆ [[μήτε]] κατωφερῆ, ἀλλὰ εὐθύτομα», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «τὰ παρὰ τὰ [[ἀντικρύ]], [[οἷον]] πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:30, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. sideways, sidewards, sideward, Il.23.116.
German (Pape)
[Seite 492] seitwärts, seitab, πολλὰ δ' ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116. – Das adj. παράντης scheint nicht vorzukommen.
French (Bailly abrégé)
adv.
de côté.
Étymologie: παρά, ἄντα.
Greek (Liddell-Scott)
πάραντα: Ἐπίρρ., ἐκτὸς τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πολλὰ δ’ἄναντα κάταντα πάραντά τε, δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116, ἀλλὰ κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. «πάραντα, μήτε ἀνωφερῆ μήτε κατωφερῆ, ἀλλὰ εὐθύτομα», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «τὰ παρὰ τὰ ἀντικρύ, οἷον πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ».
English (Autenrieth)
(ἄντα): sideways, Il. 23.116†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τα πλάγια, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο» (πρβλ. κάτ-αντα)].
Greek Monotonic
πάραντα: επίρρ., πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-αντα adv., zijwaarts.
Russian (Dvoretsky)
πάραντᾰ: adv. в сторону, в бок (ἄναντα κάταντα π. τε Hom.).