κυοφορώ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κυοφορῶ, -έω) [[κυοφόρος]]<br /><b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου [[έμβρυο]], [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[μέσα]] μου σε λανθάνουσα [[κατάσταση]] (α. «η [[κατάσταση]] κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῑ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ [[διάνοια]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέφτομαι]], έχω στο νου μου, [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]].
|mltxt=(AM κυοφορῶ, -έω) [[κυοφόρος]]<br /><b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου [[έμβρυο]], [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[μέσα]] μου σε λανθάνουσα [[κατάσταση]] (α. «η [[κατάσταση]] κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῖ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ [[διάνοια]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέφτομαι]], έχω στο νου μου, [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM κυοφορῶ, -έω) κυοφόρος
1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)
2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῖ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ διάνοια», Φίλ.)
νεοελλ.
σκέφτομαι, έχω στο νου μου, μελετώ, σχεδιάζω.