νεωλκός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neolkos
|Transliteration C=neolkos
|Beta Code=newlko/s
|Beta Code=newlko/s
|Definition=ὁ, (ναῦς, ἕλκω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who hauls up a ship into dock]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>250a18</span>, <span class="title">SIG</span>1000.22 (Cos, i B.C.), <span class="bibl">Poll.7.190</span>, <span class="bibl">10.148</span>.</span>
|Definition=ὁ, (ναῦς, ἕλκω) [[one who hauls up a ship into dock]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>250a18</span>, <span class="title">SIG</span>1000.22 (Cos, i B.C.), <span class="bibl">Poll.7.190</span>, <span class="bibl">10.148</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 05:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωλκός Medium diacritics: νεωλκός Low diacritics: νεωλκός Capitals: ΝΕΩΛΚΟΣ
Transliteration A: neōlkós Transliteration B: neōlkos Transliteration C: neolkos Beta Code: newlko/s

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, ἕλκω) one who hauls up a ship into dock, Arist.Ph.250a18, SIG1000.22 (Cos, i B.C.), Poll.7.190, 10.148.

Greek (Liddell-Scott)

νεωλκός: ὁ, (ναῦς, ἕλκω) ὁ ἀνασύρων πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, Πολυδ. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. ὁλκός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire les vaisseux à sec.
Étymologie: ναῦς, ἕλκω.

Greek Monolingual

ο (Α νεωλκός)
αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῦ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.)
νεοελλ.
το νεώλκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηF-ολκός (< νāF-ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + -ολκός (< ἔλκω) με σίγηση του -F- και αντιμεταχώρηση (πρβλ. ιχθυ-ολκός)].

Greek Monotonic

νεωλκός: ὁ (ναῦς, ἕλκω), ρυμουλκός πλοίου, αυτός που ανασύρει πλοίο στην ξηρά ή το καθελκύει στη θάλασσα από την ξηρά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεωλκός:ἕλκω вытаскивающий судно на берег, бурлак Arst.

Middle Liddell

νε-ωλκός, οῦ, ὁ, ναῦς, ἕλκω
a ship-hauler, Arist.