μανιακός: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=maniakos
|Transliteration C=maniakos
|Beta Code=maniako/s
|Beta Code=maniako/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μαινόμενος]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ή, όν, = [[μαινόμενος]], <span class="title">Gloss.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μανικός]], -ή, -ό (AM [[μανικός]] και [[μανιακός]], -ή, -όν) [[μανία]]<br />αυτός που κατέχεται από [[μανία]], μαινόμενος, [[παράφρων]], [[τρελός]] («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άνθρωπος]] [[παράφρων]], [[ανισόρροπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[πάθος]] για [[κάτι]], αυτός που έχει υπερβολική [[αγάπη]] για [[κάτι]] («[[είναι]] [[μανιακός]] με τη [[συλλογή]] παλαιών αντικειμένων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οργίλος]], [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μανικόν</i><br />[[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μανικόν</i><br />με [[μανία]], μανιωδώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στον τ. [[μανικός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>) (για πράγματα, καταστάσεις, διαθέσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μανία]] ή αυτός που αρμόζει στη [[μανία]], [[μανιώδης]], [[παράφορος]] («μανικὸν [[νόσημα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(στον τ. [[μανικός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>)<br /><b>1.</b> αυτός που διατελεί υπό την [[επήρεια]] έμπνευσης, ο [[ένθους]] («εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[μανία]] («μανικοῖς ἐξέστησε τοῦ λογισμοῦ φαρμάκοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μανική</i><br />η [[μανία]], η [[παραφροσύνη]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[σύμπτωμα]] μανίας, παραφροσύνης<br />β) το [[φυτό]] [[δορύκνιον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μανικῶς</i> (AM)<br />με μανιακό τρόπο, εμμανώς, μανιωδώς («πυρέττοντα μανικῶς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />σε υπέρμετρο βαθμό, εξωφρενικά, [[παράφορα]] («ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως και μανικῶς», Ισοκρ.).
|mltxt=και [[μανικός]], -ή, -ό (AM [[μανικός]] και [[μανιακός]], -ή, -όν) [[μανία]]<br />αυτός που κατέχεται από [[μανία]], μαινόμενος, [[παράφρων]], [[τρελός]] («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άνθρωπος]] [[παράφρων]], [[ανισόρροπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[πάθος]] για [[κάτι]], αυτός που έχει υπερβολική [[αγάπη]] για [[κάτι]] («[[είναι]] [[μανιακός]] με τη [[συλλογή]] παλαιών αντικειμένων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οργίλος]], [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μανικόν</i><br />[[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μανικόν</i><br />με [[μανία]], μανιωδώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στον τ. [[μανικός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>) (για πράγματα, καταστάσεις, διαθέσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μανία]] ή αυτός που αρμόζει στη [[μανία]], [[μανιώδης]], [[παράφορος]] («μανικὸν [[νόσημα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(στον τ. [[μανικός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>)<br /><b>1.</b> αυτός που διατελεί υπό την [[επήρεια]] έμπνευσης, ο [[ένθους]] («εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[μανία]] («μανικοῖς ἐξέστησε τοῦ λογισμοῦ φαρμάκοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μανική</i><br />η [[μανία]], η [[παραφροσύνη]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[σύμπτωμα]] μανίας, παραφροσύνης<br />β) το [[φυτό]] [[δορύκνιον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μανικῶς</i> (AM)<br />με μανιακό τρόπο, εμμανώς, μανιωδώς («πυρέττοντα μανικῶς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />σε υπέρμετρο βαθμό, εξωφρενικά, [[παράφορα]] («ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως και μανικῶς», Ισοκρ.).
}}
}}

Revision as of 03:45, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιακός Medium diacritics: μανιακός Low diacritics: μανιακός Capitals: ΜΑΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: maniakós Transliteration B: maniakos Transliteration C: maniakos Beta Code: maniako/s

English (LSJ)

ή, όν, = μαινόμενος, Gloss.

Greek Monolingual

και μανικός, -ή, -ό (AM μανικός και μανιακός, -ή, -όν) μανία
αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῖσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος
2. αυτός που κατέχεται από πάθος για κάτι, αυτός που έχει υπερβολική αγάπη για κάτιείναι μανιακός με τη συλλογή παλαιών αντικειμένων»)
μσν.
1. οργίλος, βίαιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μανικόν
μανία, παραφροσύνη
3. (το ουδ. ως επίρρ.) μανικόν
με μανία, μανιωδώς
μσν.-αρχ.
(στον τ. μανικός, -ή, -όν) (για πράγματα, καταστάσεις, διαθέσεις κ.λπ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μανία ή αυτός που αρμόζει στη μανία, μανιώδης, παράφορος («μανικὸν νόσημα», Ιπποκρ.)
αρχ.
(στον τ. μανικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διατελεί υπό την επήρεια έμπνευσης, ο ένθους («εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ», Αριστοτ.)
2. αυτός που προκαλεί μανία («μανικοῖς ἐξέστησε τοῦ λογισμοῦ φαρμάκοις», Πλούτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μανική
η μανία, η παραφροσύνη
4. το ουδ. ως ουσ. α) σύμπτωμα μανίας, παραφροσύνης
β) το φυτό δορύκνιον.
επίρρ...
μανικῶς (AM)
με μανιακό τρόπο, εμμανώς, μανιωδώς («πυρέττοντα μανικῶς», Πλούτ.)
αρχ.
σε υπέρμετρο βαθμό, εξωφρενικά, παράφορα («ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως και μανικῶς», Ισοκρ.).