χρυσίς: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;<br /><b class="num">3)</b> расшитая золотом или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.). | |elrutext='''χρῡσίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> [[золотой сосуд]], [[золотая чаша]] (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;<br /><b class="num">3)</b> расшитая золотом или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.; χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3; an Att. word, Ath.11.502a. II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.
German (Pape)
[Seite 1380] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ φιάλη, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· λέξις τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ ἐσθής, χρυσοκέντητος στολή, Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ κρηπίς, σανδάλιον χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 vase d’or;
2 vêtement brodé d’or;
3 chaussure brodée d’or.
Étymologie: χρυσός.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας χρυσίδες
αρχ.
1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.)
2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.)
3. χρυσοκέντητο σανδάλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσίς
ποτήριον
οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ»
5. (κατά τον Θωμ. Μ.) «χρυσίδες κυρίως αἱ ἀνατεθειμέναι τοῖς θεοῖς χρυσαῑ φιάλαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. χαλκ-ίς). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysis].
Greek Monotonic
χρῡσίς: -ίδος, ἡ,
I. χρυσή φιάλη, χρυσό σκεύος, σε Αριστοφ.
II. χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσίς: ίδος ἡ1) золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);
2) шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;
3) расшитая золотом или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.).
Middle Liddell
χρῡσίς, ίδος, ἡ,
I. a vessel of gold, piece of gold plate, Ar.
II. a gold-broidered dress or shoes, Luc.