ἀκερσεκόμης: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκερσεκόμης:''' с нестриженными кудрями, длинноволосый (эпитет Феба-Аполлона) Hom., Pind., Anth. | |elrutext='''ἀκερσεκόμης:''' [[с нестриженными кудрями]], [[длинноволосый]] (эпитет Феба-Аполлона) Hom., Pind., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[cf. [[ἀκειρεκόμης]] [[κείρω]], [[κόμη]]<br />with [[unshorn]] [[hair]] (the Greek youths wore [[their]] [[hair]] [[long]] [[till]] they reached [[manhood]]), [[epithet]] of [[Phoebus]], Il., etc. | |mdlsjtxt=[cf. [[ἀκειρεκόμης]] [[κείρω]], [[κόμη]]<br />with [[unshorn]] [[hair]] (the Greek youths wore [[their]] [[hair]] [[long]] [[till]] they reached [[manhood]]), [[epithet]] of [[Phoebus]], Il., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 20 August 2022
English (LSJ)
(ἀκερσι- in Nonn. Il. cc. infr.), ου, ὁ, (Dor. voc. A -κόμα Pi.Pae.9.45: dat. pl. -κόμοισιν Nonn.D.14.232), (κείρω, κόμη) with unshorn hair, i.e. ever-young (for Greek youths wore long hair till they reached manhood), of Phoebus, Il.20.39, h.Ap.134, etc. 2 long-haired, Nonn.D.10.29, al.; cf. ἀκειρεκόμης.
German (Pape)
[Seite 71] ὁ (κείρω, vgl. ἀκειρεκόμας), mit ungeschornem, langem Haupthaar, Zeichen der ewigen Jugend, da die griechischen Jünglinge bis zum Mannesalter ihr Haar wachsen ließen; bes. Apollo; Hom. einmal, Iliad. 20. 39 Φοῖβος ἀκερσεκόμης; – Col. 40; Ep. ad. 135 (App. 243).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκερσεκόμης: -ου, ὁ, (κείρω, κόμη) ὁ ἔχων τὴν κόμην μὴ κεκαρμένην, ἀεὶ νέος (ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες νεανίαι ἔτρεφον μακρὰν κόμην μέχρις ἀνδρικῆς ἡλικίας), ἐπίθ. τοῦ Φοίβου, Ἰλ. Υ. 39, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 134, Πινδ. Π. 3. 26, καὶ μεταγεν. Ποιητ.: πρβλ ἀκειρεκόμης: ―ὁ Νόνν. ἔχει δοτ. πληθ. ἀκερσεκόμοισιν, Διον. 14, 232.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à la chevelure non tondue, à la longue chevelure, fig. dans la force de la jeunesse.
Étymologie: ἀ, κείρω, κόμη.
English (Autenrieth)
(κείρω, κόμη): with unshorn hair; Φοῖβος, Il. 20.39†.
Spanish (DGE)
v. ἀκειρεκόμης.
Greek Monolingual
ἀκερσεκόμης, ο (Α)
1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία)
«Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)
2. νεανίας, νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' επέκταση «τον πάντα νέο». Η λ. σχηματίζεται από ἀ- στερητ., από το θ. του ενσίγμου αορίστου ἔκερσα του ρήματος κείρω και από το ουσ. κόμη. Ο παράλληλος τ. της λέξεως ἀκειρεκόμης, που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. του ρήματος κείρω.
Greek Monotonic
ἀκερσεκόμης: -ου, ὁ (κείρω, κόμη), αυτός που έχει ακούρευτα, μακριά μαλλιά (οι Έλληνες έφηβοι διατηρούσαν τα μαλλιά τους μακριά μέχρι την ανδρική ηλικία), επίθ. του Φοίβου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἀκειρεκόμης.
Russian (Dvoretsky)
ἀκερσεκόμης: с нестриженными кудрями, длинноволосый (эпитет Феба-Аполлона) Hom., Pind., Anth.
Middle Liddell
[cf. ἀκειρεκόμης κείρω, κόμη
with unshorn hair (the Greek youths wore their hair long till they reached manhood), epithet of Phoebus, Il., etc.