ἀμετάπειστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμετάπειστος:'''<br /><b class="num">1)</b> несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> неумолимый, неотвратимый ([[ἀνάγκη]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> неизменный, непоколебимый ([[συμμαχία]] πρός τινα Diod.). | |elrutext='''ἀμετάπειστος:'''<br /><b class="num">1)</b> несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[неумолимый]], [[неотвратимый]] ([[ἀνάγκη]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[неизменный]], [[непоколебимый]] ([[συμμαχία]] πρός τινα Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A not to be moved by persuasion, inexorable, Arist.APo.72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.Top.130b16; of necessity, Id.Metaph.1015a32. Adv. -τως Epicur.Fr.222, Phld.Herc.1003. II of things, unchangeable, steadfast, συμμαχία D.S.37.20.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, ἀνάγκη Arist. Metaph. 4, 5; neben ἀμετάτρεπτος Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die v.l. ἀμετάπιστος, wie bei Diod. συμμαχία. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ ὅπως μεταβάλῃ γνώμην, ἀδυσώπητος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετάβλητος, σταθερός, συμμαχία Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut dissuader, inflexible.
Étymologie: ἀ, μεταπείθω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.6.10, 19.5
I 1de pers. no persuadible, inconmovible ἐπεὶ ... ἀ. ἑώρα καὶ ἀμετάτρεπτον cuando vio (a su hijo) inconmovible e inmutable Plu.Thes.17, ἐπειρᾶτο πείθειν τὸν Ὀκτάβιον· ὡς δ' ἦν ἀμετάπειστος Plu.TG 12.
2 de abstr. inexorable ἀνάγκη Arist.Metaph.1015a32
•inalterable ταυτότης Dion.Ar.DN M.3.872C
•firme, seguro συμμαχία D.S.37.20.
3 en fil. o lóg. irrefutable (ἐπιστήμη) ἀ. ὑπὸ λόγου Arist.Top.130b16, cf. 133b29, APo.72b3, ἐπιβολή Ptol.Iudic.6.10, ἀνακύκλησις Ptol.Iudic.19.5.
II adv. -ως irrefutablemente ἀ. πεπεῖσθαι Epicur.222U.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάπειστος, -ον) μεταπείθω
1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος
2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάπειστος:
1) несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.;
2) неумолимый, неотвратимый (ἀνάγκη Arst.);
3) неизменный, непоколебимый (συμμαχία πρός τινα Diod.).